Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Ο μύθος της "αιώνιας ελληνικότητας"

Η εθνικιστική εκστρατεία ενάντια στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, με όλες τις κορώνες για το Μεγαλέξανδρο, τη Βεργίνα και τα παρόμοια, ξανάδωσε νέα ζωή στους πιο παλιούς μυθους της αστικής τάξης στην Ελλάδα: τους μύθους για τις προαιώνιες ρίζες του ελληνικού έθνους που χάνονται στα βάθη της ιστορίας και εξασφαλίζουν μια αδιάσπαστη συνέχεια από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Τα αυτοκόλλητα του εθνικισμού μας προτρέπουν “Μελετήστε την Ιστορία”, το Υπουργείο Παιδείας ξαναφέρνει το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών στα σχολεία, κάθε προπαγανδιστής των θέσεων της ελληνικής διπλωματίας για τη Μακεδονία φροντίζει να προβάλει τον Στράβωνα σαν αποστομωτική απόδειξη ότι "η Μακεδονία είναι Ελλάδα".

Η μελέτη της ιστορίας μοιάζει να έχει ξεχάσει αυτά που διακήρυξε εδώ και 70 χρόνια ο Κορδάτος και γυρνάει πίσω στο 19ο αιώνα, στις κατασκευές του Παπαρρηγόπουλου και των οπαδών του. Χρειάζεται, λοιπόν, να θυμίσουμε ξανά τις πρώτες αράδες στην πρώτη σελίδα του πρώτου βιβλίου που έγραψε ο Κορδάτος ανοίγοντας το μέτωπο ενάντια στα εθνικιστικά παραμύθια:

“Στα εκατό χρόνια που πέρασαν από την Εθνική Επανάσταση του 1821, καλλιεργήθηκε επίμονα η ιδέα από τους ιστορικούς και πvευματικούς ηγέτες της ελληνικής αστικής τάξης, πως η σημερινή νεοελληνική εθνότητα βαστά τα ισα από την αρχαία Ελλάδα κι ακόμα πως και το βυζαvτινό κράτος ήταν απόλυτα ελληνικό. Οι ιδέες και αντιλήψεις αυτές δεν είναι καθόλου σωστές...

...Αυτό που λέμε σήμερα έθνος δεν υπήρχε. Κι ακόμα κάτι άλλο, η ελληνική εθνότητα δεν έμεινε καθαρόαιμη μέσα στο διάβα των αιώνων. Ανακατεύθηκε με ένα σωρό άλλους λαούς στη Μεσόγειο και στην Ανατολή και πολλοί δούλοι, που για τον ένα ή άλλο λόγο απελευθερώθηκαν και έγιναν ελεύθεροι πολίτες Έλληνες προέρχονταν από κυρίως ανατολικές περιοχές. Αν πάλι, από τη μακεδονική κατάχτηση και δώθε, η ελληνική γλώσσα επικράτησε στις χώρες της ανατολικής μεσογειακής λεκάνης, αυτό δε σημαίνει κιόλας πως όλοι αυτοί που μιλούσαν την ελληνική ήταν Ελληνες. " (Γ. Κορδάτου, Η Κοιvωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, 6η Εκδοσn, Αθήνα 1973, Εκδόσεις Eπικαιρότnτα, σελ. 21)

Όλα τα σύγχρονα εθνικά κράτη φροντίζουν να δημιουργήσουν και να καλλιεργήσουν ανάλογους μύθους για κάποιο ένδοξο παρελθόν του δικού τους έθνους. Ενώ το έθνος-κράτος είναι κοινωνικός θεσμός της σύγχρονης ιστορίας δεμένος με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, οι απολογητές του το προεκτείνουν αυθαίρετα προς τα πίσω για πολλούς και διάφορους λόγους: συχνά για λόγους διεκδικήσεων (για να “αποδείξουν” ότι κάποιες περιοχές ή πληθυσμοί τους ανήκουν), αλλά εξίσου συχνά για λόγους εσωτερικής συνοχής (για να ενισχύσουν την κυρίαρχη ιδεολογία της υποταγής των κατωτέρων τάξεων στο “εθνικό συμφέρον”).

Αυτό το φαινόμενο παίρνει ξεχωριστές διαστάσεις στην περίπτωση της Ελλάδας, γιατί η ελληνική αστική τάξη είχε (και έχει) τη δυνατότητα να δανειστεί ένα έτοιμο οπλοστάσιο για το υποτιθέμενο δικό της ένδοξο παρελθόν. Η ανακάλυψη και η λατρεία του αρχαίου Ελληνικoύ πολιτισμού δεν είναι μόνο δικό της έργο αλλά του ανερχόμενου αστισμού διεθνώς. Η προγονοπληξία που χαρακτηρίζει τόσο έντονα τον ελληνικό εθνικισμό δανείζεται περγαμηνές από μια τοποθέτηση της στο βάθρο της "γενέτειρας του ευρωπαϊκού πολιτισμού" που είναι έργο της αστικής διανόησης του 18ου και 19ου αιώνα στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Αγγλία. Οι προπαγανδιστές της αιωνιότητας του ελληνικού έθνους μπορεί να μιλάνε για το "Αρχαίο Πνεύμα Αθάνατο" που κατάφερε να εξελληνίζει τα πάντα στο διάβα του μέχρι σήμερα, αλλά πριν από το Γαλλικό Διαφωτισμό και τους Γερμανούς Ρομαντικούς τα σκοτάδια του Μεσαίωνα παρέμεναν αδιαπέραστα από τη λάμψη των αρχαίων πολιτισμών.

Σε πείσμα, λοιπόν, των υποστηρικτών της αιώνιας ιδέας του ελληνικού έθνους που εξασφαλίζει τη "συνέχεια της φυλής", πρέπει να δούμε όχι μόνο πόσο αβάσιμα είναι τα επιχειρήματά τους αλλά και πόσο πρωθύστερα, δηλαδή πόσο δεμένα με την επικράτηση του καπιταλισμού, έστω κι αν αναζητούν νομιμοποίηση στην αίγλη του Σωκράτη και του Πραξιτέλη.

Ο μύθος του αίματος
Ο πρώτος, και πιο αδύνατος, εθνικιστικός μύθος είναι η θεωρία του ελληνικού αίματος, της φυλετικής συνέχειας που ενώνει τους αρχαίους και τους σύγχρονους Ελληνες. Είναι αυτές οι ιδέες που χρησιμοποιούν κατά κύριο λόγο οι φασίστες, αλλά δεν περιορίζεται μόνο σ' αυτούς. Οπως φάνηκε και από την πρόσφατη δίκη του Β. Ραφαηλίδη, ο μύθος έχει ακόμα δικαστική προστασία.

Σύμφωναι λοιπόν, μ' αυτές τις ρατσιστικές αντιλήψεις η ελληνικότητα είναι βιολογική ιδιότητα που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά με την καθαρότητα του αίματος και καθορίζει τον εθνικό χαρακτήρα όλων των πληθυσμών που “κατάγονται από κάποιο αρχαίο ελληνικό φύλο”.

Είναι τόσο εξωφρενική και προκλητική αυτή η “θεωρία”, ώστε ακόμα και κορυφαίοι εθνικιστές την αποφεύγουν. Ο Παπαρρηγόπουλος, ο θεμελιωτής της άποψης για την ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, γράφει:

“Ότι πολύ ξενικόν αίμα και προ πάντων πολύ αίμα φυλών από βορρά κατελθουσών εις τας ελληνικάς χώρας ανεμίχθη εις τας φλέβας των κατοίκων των χωρών τούτων είναι αναμφισβήτητον και μαρτυρείται υπό τε των γεγονότων όσα μέχρι τούδε ιστορήσαμεν και υπό των γεγονότων, όσα βραδύτερον πρόκειται να ιστοριθώσιν”. (Κ. Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθvους, εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα 1969, έvατο βιβλίo, σελ. 215. Tn θέσn αυτή του Παπαρρnγόπουλου εvτοπίζει ο Π. Τζερμιάς στο βιβλίο του "Μαρξισμός και Ιστοριογραφία στnv Ελλάδα", Eλληνική Ευρωεκδοτική, Aθήνα 1987).

Αλλά και σύγχρονοι εθνικιστές ιστορικοί την αποφεύγουν. Παραδείγματος χάρη ο Καργάκος στο τελευταίο βιβλίο του “Από το Μακεδονικό Ζήτημα στην Εμπλοκή των Σκοπίων” (εκδ. Γκούτεμπεργκ, Αθήνα 1992) γράφει:

"Στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα οι πληθυσμοί της μείζονος Μακεδονίας ήσαν εθνικώς αδιαμόρφωτοι. Μόνο οι μορφωμένοι και οι εμπορευόμενοι είχαν (ανεξάρτητα από καταγωγή) συνείδηση ελληνική. Στο δεύτερο ήμισυ του αιώνα η Μακεδονία υφίσταται μια εθνικιστική ζύμωση. Η εθνική φυσιογνωμία που επιχειρείται να της δοθεί δεν καθορίζεται ούτε από τη θρησκεία, ούτε από τη γλώσσα, ούτε από την καταγωγή (ποιός ξέρει άλλωστε από ποιούς κατάγεται;) (σελ.266, οι υπογραμμίσεις δικές μας)

Το ρητορικό ερώτημα του Καργάκου το είχε θέσει ήδη από τον περασμένο αιώνα ο Ερνέστ Ρενάν στην περιβόητη διάλεξη του στη Σορβόνη με θέμα 'Τι είναι έθνος;" (βλέπε περιοδικό “ο Πολίτης”) Ιανουάριος - Μάρτιος 1993). Μιλώντας, λοιπόν, για το γαλλικό έθνος - που κανένας εθνικιστής δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι υστερεί σε ιστορικές περγαμηνές από το ελληνικό - ο Ρενάν λέει:

“Δεν υπάρχουν στη Γαλλία ούτε δέκα οικογένειες που να μπορούν να προσκομίσουν αποδείξεις φραγκικής καταγωγής”.

Και στην ελληνικη περίπτωση μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι δεν υπάρχει ούτε μια οικογένεια που να μπορεί να αποδείξει ότι κατάγεται από τον Περικλή ή τον Δημοσθένη.

Πρώτα απ' όλα το φυλετικό επιχείρημα είναι προβληματικό για την ίδια την αρχαιότητα. Αυτού του είδους οι συλλογιστικές ποτέ δεν κάνουν τον κόπο να αναρρωτηθούν τι ποσοστό του πληθυσμού ήταν οι δούλοι. Ξεχνούν ότι οι αρχαίες ελληνικές κοινωνίες ήταν ταξικές, στηριγμένες σε δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής και ψάχνουν για συνέχεια από τις κορυφές, αγνοώντας τον όγκο του πληθυσμού που δούλευε π.χ. στα μεταλλεία του Λαυρίου μεταφερόμενος εκεί μέσα από κατακτητικούς πολέμους και δουλεμπόριο μεγάλης κλίμακας ήδη από την εποχή του Χρυσού Αιώνα της Αθήνας. Αμα προχωρήσουμε στην εποχή του Μεγαλέξανδρου και ακόμα πιο πολύ των Ρωμαίων, τότε ήδη αρχίζει να γίνεται φανερό ότι οι εθνολογικές έρευνες πρέπει να έχουν στα μάτια τους μια εικόνα ανάμειξης και ασυνέχειας, δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από τους φυλετικούς μύθους.

Η ασυνέχεια γίνεται πιο χτυπητή όταν περάσουμε στις επόμενες ιστορικές περιόδους. Ο Φαλμεράγιερ, ο Βαυαρός ιστορικός που μίλησε για την κάθοδο των Σλάβων του 6ου-8ου αιώνα μ.χ., καταπολεμήθηκε από τους εθνικιστές ιστορικούς κύρια με επιχειρήματα περί "εξελληνισμού των εισβολέων" και όχι με αμφισβήτηση της παρουσίας των Σλάβων. Γι' αυτό, άλλωστε, το βιβλίο του "Περί της Καταγωγής των Σημερινών Ελλήνων" έμενε αμετάφραστο στα ελληνικά μέχρι το 1984 που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη. Ο μεταφραστής του Κ. Ρωμαίος γράφει στην εισαγωγή ότι η παρουσία των Σλάβων στην Ελλάδα κατά τα τέλη του έκτoυ αιώνα επιβεβαιώθηκε με ανασκαφές το 1924-28 στη Νέα Αγχίαλο, το 1938 στην αρχαία Κόρινθο, το 1959 στην Ολυμπία και το 1975 στο Αργος.

Μια λεπτομερειακή καταγραφή εθνολογικών μετακινησεων στον ελλαδικό χώρο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα υπάρχει στο βιβλίο του Γ. Νακρατζά με τίτλο "Η στενή εθνολογική συγγένεια των σημερινών Ελλήνων, Βουλγάρων και Τούρκων" (Θεσσαλονίκη, 1988 και 1992).

Η ιδέα της συνέχειας του αίματος δεν αντέχει ούτε στιγμή μπροστά στα πραγματικά ιστορικά δεδομένα. Γι' αυτό οι μύθοι της αιώνιας εληνικότητας έχουν στηριχτεί πολύ περισσότερο στη θρησκεία και στη γλώσσα.

Ορθοδοξία και Ελληνισμός

Με αφορμή τη συζήτηση στη Βουλή για τις νέες ταυτότητες, η θεωρία της στήριξης της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων στην Ορθοδοξία προβλήθηκε ξανά έντονα και μάλιστα όχι μόνο από τη Δεξιά. Ο ρόλος της θρησκείας γενικότερα σαν κριτήριο εθνικότητας προβάλλεται από όλες τις μεριές στα Βαλκάνια: στη Βοσνία οι τρείς εθνότητες που αλληλοσφάζονται προσδιορίζονται υποτίθεται από τη σχέση τους με την καθολική, την ορθόδοξη και την ισλαμική θρησκευτική παράδοση.

Κι' όμως. Υπάρχουν πλήθος παραδείγματα που δείχνουν καθαρά ότι η θρησκεία δεν είναι αναγκαίο κριτήριο εθνικής συνείδησης. Το πιο ισχυρό έθνος στον κόσμο, το αμερικάνικο, δεν έχει καθοριστεί από θρησκευτικά στοιχεία στην ιστορική πορεία της διαμόρφωσής του. Ιδιαίτερα για τους απολογητές του ελληνικού εθνικισμού, η χρησιμοποίηση της θρησκείας σαν κριτήριο είναι φοβερά αντιφατική και ιστορικά και σήμερα. Το χάσμα ανάμεσα στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τον μεσαιωνικό σκοταδισμό της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι εξώφθαλμο. Οσο για τις σημερινές συνθήκες, τι περιθώρια μένουν στο ελληνικό κράτος να μιλάει για "Έλληνες μουσουλμάνους της Θράκης", αν υιοθετήσει την ορθοδοξία σαν εθνικό κριτήριο;

Απτόητοι από όλα αυτά, οι εθνικιστές επιμένουν στην σύνδεση Ορθοδοξίας και ελληνικότητας. Ο λόγος γι' αυτό, είναι το γεγονός ότι μόνο έτσι μπορούν να εμφανίζουν το Βυζάντιο σαν γέφυρα του ελληνισμού από την αρχαιότητα στους νεώτερους χρόνους. Αυτή η γέφυρα όμως στήνεται μόνο με λαθροχειρίες.

Το ίδιο το Βυζάντιο δεν ήταν εθνικό κράτος, όπως δεν ήταν εθνικό κράτος και η Καθολική Αυτοκρατορία. Και από τις δυο μεγάλες χριστιανικές μεσαιωνικές αυτοκρατορίες προέκυψαν στη σύγχρονη εποχή πολλά διαφορετικά έθνη. Μετά την πτώση του Βυζαντίου, το κέντρο της Ορθοδοξίας μεταφέρθηκε στη Μόσχα. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτες σύγχρονες πρoσπάθειες παλινόρθωσης του Βυζάντιου σαν Ορθόδοξης Αυτοκρατορίας προέρχονται από το θρόνο των Τσάρων της Ρωσίας.

Η Αικατερίνη η Μεγάλη την ίδια εποχή που διαμέλησε μαζί με τον Φρειδερίκο της Πρωσίας και την αυτοκράτειρα της Αυστρίας, την Πολωνία (1772), είχε σχέδια και για το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκτός από τις περιοχές που θα έπαιρναν απ' ευθείας η Ρωσία και η Αυστρία, το σχέδιο προέβλεπε την παραχώρηση της Πελοποννήσου, της Κρήτης και της Kύπρου στη Βενετία ως αποζημίωση για τον αποκλεισμό της από τη Δαλματία. "Τα υπόλοιπα οθωμανικά εδάφη στην Ευρώπη", γράφει η ιστορικός Μπάρμπαρα Τζέλαβιτς:

"Θα αποτελούσαν δυο κράτη υπό ρωσικό έλεγχο. Το πρώτο, στη Μολδαβία θα γινόταν ανεξάρτητο έθνος της Δακίας με επικεφαλής ένα Ρώσο πρίγκηπα. Το δεύτερο, μια παλινορθωμένη ελληνο-βυζαντινή αυτοκρατορία θα περιελάμβανε τη Βουλγαρία, τη Μακεδονία και την Ελλάδα. Ο Κωνσταντίνος (εγγονός της Αικατερίνης, στον οποίο είχε δώσει αυτό το όνομα επίτηδες γι' αυτό το σκοπό) θα γινόταν μονάρχης, αλλά ο θρόνος αυτός δεν θα ενωνόταν ποτέ με το θρόνο της Ρωσίας. " (Barbara Jelavich, "Ιστορία των Βαλκανίων", στα αγγλκά, CUP, 1983, τ. Α', σελ 71).

Στην πραγματικότητα, η ανεξαρτητοποίηση όλων των σύγχρονων βαλκανικών εθνών (Σέρβων, Ελλήνων, Ρουμάνων, Βουλγάρων κλπ) έγινε σε σύγκρουση με την Ορθόδοξη Εκκλησία και διασπώντας την ενότητά της.

Το Πατριαρχείο ήταν πολέμιος του νεοελληνικού Διαφωτισμού και αποδοκίμασε το επαναστατικό κήρυγμα του Ρήγα Φεραίου. Η πολεμική ήταν αμοιβαία. Ο Ρήγας Φεραίος στο Σχέδιο Συντάγματος που έφτιαξε με πρότυπο το Σύνταγμα της Γαλλικής Επανάστασης (1793) δεν προβλέπει θέση για την Εκκλησία στο νέο κράτος. Αντίθετα, υποστήριζε την ανεξιθρησκεία! Αλλά κι ο Κοραής καταγγέλλει τους πατριάρχες ότι θεωρούν πως "Όι Πλάτωνες και οι Αριστοτέλαι, οι Νεύτωνες και οι Καρτέσιοι, τα τρίγωνα και οι λογάριθμοι φέρουν αδιαφορία εις τα θεία".

Ο ιστορικός Φίλιππος Ηλιού, στη μελέτη του με τίτλο "Τύφλωσαν κύριε τον λαόν Σου" που περιλαμβάνεται στο συλλογικό βιβλίο "Νεοελληνικός Διαφωτισμός" (εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1980), συνοψίζει ως εξής την εικόνα που βγαίνει από τα κείμενα των σύγχρονων του Κοραή:

"Αφορισμοί, λογοκρισία, κάψιμο βιβλίων, σχέδια δολοφονιών, καταδόσεις στους Τούρκους: όλα αυτά, πραγματικά περιστατικά, ανεξακρίβωτες φήμες, υπερβολές, συνθέτουν ένα ενιαίο σύνολο που αποδίδει ταυτόχρονα και πλευρές της πατριαρχικής πολιτικής και τον τρόπο με τον οποίο αντιλήφτηκαν την πoλιτική αυτή οι αντίπαλοί της".

Ο Κορδάτος καταγγέλλει ρητά σαν παραμύθι το θρύλο του "κρυφού σχολειού", που τόσο πολύ επικαλούνται πόντα οι εθνικιστές σαν απόδειξη για το ρόλο της ορθοδοξίας στην πνευματική διάπλαση του ελληνικού έθνους:

"Σχολεία, αν εξαιρέσουμε την Πατριαρχική Σχολή της Πόλης δεν υπήρχαν. Η παράδοση λέει πως υπήρχαν τα "κρυφά σχολειά". Η τέτοια παράδοση είναι φτιαγμένη από τους δασκάλους μας. Κρυφό σχολειό δεν υπήρχε πουθενά. Αυτό είναι ένα ιστορικό ψέμα. Εδώ κι εκεί, στα μεγάλα κέντρα, όταν τύχαινε μερικοί ιερωμένοι να ξέρουν λίγα γράμματα, μάθαιναν στα αρχοντόπουλα ανάγνωση και γραφή. Τα μαθήματα αυτά γίνονταν όχι βέβαια σε ξεχωριστά χτίρια -τέτοια οι κοτζαμπάσηδες δεν έχτισαν- αλλά στο νάρθηκα ή στα κελιά των εκκλησιών... Η τουρκική εξουσία δεν εμπόδιζε τα σχολεία για να είναι κρυφά" (Γ. Κορδάτου, Ιστορία του Γλωσσικού μας Ζητήματος εκδ. Μπουκουμάνη Ε΄ Εκδοση, 1973, σελ 43)

Ο πραγματικός ρόλος της ΟρθοδοξΙας ήταν ρόλος κοινωνικής συντήρησης και καθυστέρησης των διαδικασιών για το πέρασμα από την απoλυταρχία στην αστική επανάσταση μέσα στις συνθήκες της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας. Χρειάζεται πολύ ξαναγράψιμο της ιστορίας για να εμφανίζεται η ορθοδοξία σαν δύναμη "απελευθέρωσης του σκλαβωμένου έθνους".

Το "απόρθητο φρούριο" της γλώσσας

Ακριβώς επειδή είναι τόσο αστήριχτοι οι μύθοι του αίματος και της ορθοδοξίας, το καταφύγιο των υποστηριχτών της αρχαίας καταγωγής του σύγχρονου ελληνικού έθνους είναι η γλώσσα. Ο Κορδάτος αναφέρει τον Γ. Χατζηδάκι να γράφει το 1884:

"Μόνη η γλώσσα φαίνεται ότι αποτελεί εξαίρεσιν, διασωθείσα εκ του φρικώδους εθνικού ημών ναυαγίου... η γλώσσα υπελείφθη ο μόνος δεσμός των Γραικορρωμαίων, όπως ο αοίδιμος Κοραής τους ονόμαζε, προς τους αρχαίους "Έλληνες". ("Η Κοιvωνική σημασία τnς Ελληvικής Επαvαστάσεως" σελ. 24)

Ακόμα πιο έντονα εκφράζεται αυτή η άποψη στις διαμάχες για το γλωσσικό ζήτημα, όπου όπως υπογραμμίζει ο Κορδάτος, ο Μιστριώτης έφτασε να χαρακτηρίσει την ελληνική γλωσσα "τηλεβόλον" του έθνους.

"Η γλώσσα είναι το απόρθητον της εθνικής ημών υπάρξεως φρούριον και n ασφαλεστάτη της κλυδωνιζόμενης φυλής άγκυρα ...

Η Ελλάς δια λόγους lστορικούς δεν έχει όρια προσεικόντως οχυρωμένα, αλλά φρουρείται των επάλξεων και των τηλεβόλων της γλώσσας. Πας πολίτης έχων την εθνική ημών γλώσσαν είναι αγαθός στρατιώτης και πυροβολητής βάλλων κατά των πολεμίων του ελληνικού γέvους... Το ζήτημα λοιπόν της γλώσσας είναι υπέρτατον πάντων των άλλων". ("Ιστορία του Γλωσσικού Ζητήματος, σελ 62)

Και να σκεφτεί κανείς ότι ο Μιστριώτης υπερασπίζεται τα γλωσσικά τηλεβόλα του όχι από "ξένους επιδρομείς" αλλά από τους ... οπαδούς της δημοτικής.

Η αναγόρευση της γλώσσας σε "υπέρτατο" κριτήριο έχει τις δικές της αντιφάσεις, ακόμα και σήμερα. Ποιά σημασία έχει ο όρος π.χ. "σλαβόφωνοι Ελληνες", αν υιοθετηθεί αυτό το κριτήριο;

Στην πραγματικότητα η γλώσσα δεν είναι κριτήριο για την εθνική συνείδηση των πληθυσμών. Υπάρχουν χωριστά έθνη που έχουν κοινή π.χ. την αγγλική ή την ισπανική γλώσσα. Και αντίστροφα, υπάρχουν οι Ελβετοί που δεν έχουν δική τους ξεχωριστή γλώσσα αλλά μοιράζονται τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα γερμανικά με τα γύρω έθνη.

Οι σύγχρονες γλώσσες είναι δημιούργημα των εθνών-κρατων και όχι το αντίστροφο. Την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης μόνο το 25% του πληθυσμού μιλούσε αυτό που σήμερα λέμε γαλλικά, ενω στην περίπτωση της lταλίας, το ποσοστό ήταν μόνο 2,5%! Στην πρώτη συνεδρίαση της Βουλής μετά την ενοποίηση της lταλίας ο Μάσιμο ντ' Αζέλιο δήλωνε "Φτιάξαμε την Ιταλία, τώρα πρέπει να φτιάξουμε Ιταλούς" (αναφέρεται από τον Ερικ Χόμπσμπάουμ στο βιβλίο του Εθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα, στα αγγλικά, σελ. 44). Η συστηματοποίηση του γραπτού λόγου, η δημιουργία κανόνων (Γραμματική, Συντακτικό), η επιβολή τους μέσα από το κοινό πανεθνικά οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα και η διάδοση αυτής της τυποποιημένης "κοινής εθνικής" γλώσσας είναι έργο που παντού συντελέστηκε όταν οι κοινωνίες έφτασαν στη σύγχρονη φάση ανάπτυξης και απόκτησαν τους αντίστoιχους θεσμούς.

Όλα αυτά ισχύουν και για την ελληνική περίπτωση και μάλιστα αυτή η διαδικασία ήταν γεμάτη διαμάχες (καθαρεύουσα ή δημοτική) που κράτησαν μέχρι πρόσφατα. Η πρώτη επίσημη γλώσσα του σύγχρονου ελληνικού κράτους, η καθαρεύουσα, ήταν τόσο εξώφθαλμα κατασκευασμένη γλώσσα ώστε δεν ήταν κατανοητή από τους απλούς ανθρώπους και υποχώρησε τελικά κάτω από αυτή την πίεση. Το γεγονός ότι το κατασκεύασμα αυτό των πιο στενόμυαλων διανοητών της άρχουσας τάξης διεκδικούσε την ''αυθεντική'' συνέχεια με τη γλώσσα των αρχαίων Ελλήνων, είναι από μόνο του αποκαλυπτικό για τη σαθρότητα του "απόρθητου φρούριου" της αιώνιας ελληνικότητας. Τα αρχαία ελληνικά είναι ρίζα της σύγχρονης ελληνικής γλώσσα, όπως τα αρχαία λατινικά είναι ρίζα πολλών σύγχρονων γλωσσών. Αυτή η σχέση δεν νομιμοποιεί τις εθνικιστικές ασυναρτησίες περί συνέχειας από τα βάθη των αιώνων.

Ο πολιτισμός που εξελληνίζει
Το επιχείρημα της γλώσσας είναι αυτό που βολεύει περισσότερο από κάθε άλλο τους απολογητές του εθνικισμού, γιατί δένεται με την θεωρία της πολιτισμικής ανωτερότητας των αρχαίων Ελλήνων, μιας ανωτερότητας τόσο ισχυρής ώστε εξασφάλιζε τον εξελληνισμό κάθε στοιχείου που ερχόταν σε επαφή μαζί τους: Οι Ρωμαίοι εξελληνίστηκαν, οι Σλάβοι εξελληνίστηκαν, η Αναγγέννηση και όλη η πνευματική πορεία της Δυτικής Ευρώπης πυροδοτήθηκε από τους έλληνες λόγιους που κατέφυγαν στη Δύση μετά την πτώση του Βυζαντίου. Ετσι φτιάχνεται μια "θεωρία" που ισχυρίζεται ότι αυτή η αστείρευτη πηγή όχι μόνο εξασφάλισε τη συνέχεια του ελληνικού έθνους, αλλά "εδωσε τα φώτα του πολιτισμού") στην Ευρώπη.

Εδώ γίνεται ένα ολόκληρο ιδεαλιστικό αναποδογύρισμα της ιστορίας.

Αντί να αναγνωρίσουν το χρέος π.χ. του Αδαμάντιου Κοραή και του Ρήγα Φεραίου προς τη Γαλλική Επανάσταση, οι προγονόπληκτοι απολογητές του ελληνικού εθνικισμού προβάλλουν την αίγλη της αρχαίας Αθήνας σαν κινητήρια δύναμη.

Στο σημείο αυτό η προγονοπληξία του ελληνικού εθνικισμού έρχεται να συναντήσει και να τροφοδοτηθεί από την ανακάλυψη και τη λατρεία της αρχαιότητας που συνόδεψε τις αστικές επαναστάσεις. Δεν είναι μόνο ο νεοελληνικός διαφωτισμός που αναζήτησε την έμπνευση του στην αρχαία Αθήνα, αλλά και ο γαλλικός και όλοι όσοι επηρεάστηκαν από αυτόν. Οι πρωταγωνιατές της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 ζούσαν τις πολιτικές μάχες της αναζητώντας πρότυπα στις συγκρούσεις της αρχαίας Ρώμης. Ο Μαρξ στη "18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη" εξηγεί θαυμάσια πώς οι αναφορές στην αρχαιότητα λειτουργούσαν σαν διεγερτικό της φαντασίας των επαναστατημένων αστών. Στην αμερικάνικη επανάσταση υπήρξε πρόταση για υιοθέτηση της αρχαίας ελληνικής σαν επίσημης γλώσσας των ΗΠΑ! Ο Σέλεϋ, ο επαναστάτης ρομαντικός ποιητής έγραφε με ενθουσιασμό στην Αγγλία:

"Είμαστε όλοι Ελληνες. Οι νόμοι μας, η Λογοτεχνία μας, η θρησκεία μας, οι τέχνες μας, όλα έχουν τη ρίζα τους στην Ελλάδα ... "

Με τέτοιες φλογερές διακηρύξεις ελληνολατρείας σαν περγαμηνές από το εξωτερικό, οι αστοί διανοούμενοι στην Ελλάδα είχαν την άνεση να θεωρούν "αυταπόδεικτη" τη θέση της πατρίδας τους σαν γενέτειρα του πολιτισμoύ και να ανεβάζουν το ελληνικό έθνος σε ένα βάθρο απρόσιτο π.χ. για τους υπόλοιπους λαούς της Βαλκανικής.

Αυτή η αίσθηση εθνικής ανωτερότητας είναι και αβάσιμη και επικίνδυνη. Η αστική τάξη στην επαναστατική της περίοδο, στις χώρες που πρωτοαναδύθηκε ο καπιταλισμός, έπαιξε ανατρεπτικό ρόλο για να διαλύσει τα σκοτάδια των προκαταλήψεων της φεουδαρχίας και της εκκλησίας. Οι αστικές επαναστάσεις γκρέμισαν τις "ελέω θεού" ιεραρχίες και ανάδειξαν την ιδέα ότι οι άνθρωποι μπορούν να οργανώσουν οι ίδιοι την κοινωνία σύμφωνα με τη θέλησή τους. Αυτή την επαναστατική κατάκτηση, που έδωσε τεράστια ώθηση σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης σκέψης και δραστηριότητας, αυτό που λέμε πολιτισμό, δεν τη χρωστάμε στους "αρχαίους ημών προγόνους" αλλά σε επαναστάτες της σύγχρονης εποχής, π.χ. στους Γάλλους Γιακοβίνους και στους "ξεβράκωτους" που γκρέμισαν τη Βαστίλη.

Οταν η αστική τάξη και το σύστημά της άρχισε να γερνάει τους επόμενους δύο αιώνες, η λατρεία της αρχαιότητας από πηγή έμπνευσης προόδου και πολιτισμού έγινε πηγή αντιδραστικών ιδεών στην πορεία προς τη βαρβαρότητα: Οι θεωρητικοί της ανωτερότητας της Αρείας Φυλής, του ρατσισμού και του φασισμού ήταν κι αυτοί θαuμαστές της Αρχαίας Ελλάδας. Μην ξεχνάμε τι έλεγαν οι προπαγανδιστές του Τρίτου Ράιχ αλλά και του 'Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού" του Μεταξά.

Θα χρειαστεί μια νέα επανάσταση, η διεθνιστική επανάσταση των εργατών, για να ξαναγίνουν τα επιτεύγματα των αρχαίων πολιτισμών κληρονομιά όλων των ανθρώπων, ξεπλυμένα από τις βρομιές των εθνικιστικών κηρυγμάτων.

Μέχρι τότε, και για να φτάσουμε εκεί, πρέπει να διαψεύδοuμε τους μύθους του εθνικισμού, όσο κι αν προσπαθούν να καλυφθούν πίσω από τους θησαυρούς της αρχαίας τέχνης.

Πάνος Γκαργκάνας (1993)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου