Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Χειροπέδες στη Χρυσή Αυγή, απολυτήριο στον Σαμαρά

Οι στροφές της ΝΔ δεν μπορούν να συγκαλύψουν τις αδυναμίες της κυβέρνησης, γράφει ο Πάνος Γκαργκάνας


Οι πολιτικές εξελίξεις αυτό το φθινόπωρο σημαδεύτηκαν από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, τις συλλήψεις ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής και τη θεαματική στροφή της Νέας Δημοκρατίας και της κυβέρνησης στο θέμα της αντιμετώπισης των νεοναζί. Μια κυβέρνηση που είχε προσφέρει απλόχερα την κάλυψη για τις δραστηριότητες αυτού του φασιστικού κόμματος και περιοριζόταν δημόσια σε συστάσεις προς τη Χρυσή Αυγή να αποφεύγει την «αντιποίηση αρχής» απέναντι στην Αστυνομία, εμφανίστηκε ξαφνικά ως διώκτης του «ναζιστικού μορφώματος».


Ήταν τόσο απότομη αυτή η στροφή ώστε αναπόφευκτα προκάλεσε αναταραχή σε όλο το πολιτικό σκηνικό και άνοιξε ερωτήματα και συζητήσεις δεξιά και αριστερά. Ήταν προμελετημένη και σχεδιασμένη αυτή η αλλαγή στάσης; Ποιοι ευνοούνται από αυτή την εξέλιξη; Υπάρχει σύνδεση με τις ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις και προς τα πού λειτουργεί; Πώς μπορεί η Αριστερά και το εργατικό κίνημα να αξιοποιήσει την κατάσταση που έχει προκύψει;

Είναι απαραίτητο να σταθούμε σε αυτά τα ερωτήματα και να αναζητήσουμε τις απαντήσεις σε μια περίοδο που ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος και τα κόμματά τους πασχίζουν να διατηρήσουν τη συγκυβέρνησή τους ζωντανή και μάλιστα ικανή να επιβάλει νέα μέτρα καθώς το λεγόμενο “success story” καταρρέει και ένα ακόμη μνημόνιο διαγράφεται στον ορίζοντα.
Ας αρχίσουμε από το πρώτο ερώτημα. Οι ίδιοι οι νεοναζί ισχυρίζονται ότι δεν έχουν καμιά σχέση με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και ότι η όλη υπόθεση είναι «στημένη» από την κυβέρνηση, η οποία έχει ενδώσει σε πιέσεις από το εξωτερικό, την Κομισιόν της ΕΕ και το «αμερικανοεβραϊκό λόμπι».

Πέρα από την αναξιοπιστία των γκεμπελίσκων που δεν διστάζουν να αραδιάζουν τα πιο προκλητικά ψέματα για να σώσουν το τομάρι τους (π.χ. καταθέσεις ότι είναι… κατά της βίας και ουδεμία σχέση έχουν με τον ναζισμό!),1 τα ίδια τα γεγονότα διαψεύδουν κάθε σκέψη για «συμπτωματικό γεγονός» ή «προβοκάτσια σε βάρος της Χρυσής Αυγής». Οι σχέσεις του δολοφόνου και των συνεργών του με τον τοπικό πυρήνα των νεοναζί και την ιεραρχία τους είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Και ο τρόπος δράσης της συμμορίας στη συγκεκριμένη δολοφονία είναι πανομοιότυπος με τις προηγούμενες επιθέσεις τους. Μόνο όσοι εθελοτυφλούν μπορεί να μην βλέπουν τη συστηματική άσκηση δολοφονικής βίας από οργανωμένη συμμορία στην υπηρεσία των φασιστικών επιδιώξεών της.

Και όμως, αυτό ήταν ακριβώς που έκαναν επί μεγάλο χρονικό διάστημα οι κρατικές αρχές και οι πολιτικοί προϊστάμενοί τους. Και δεν μιλάμε «μόνο» για πολιτική ανοχή, όπως εκδηλωνόταν παραδείγματος χάρη όταν ο Παναγιώταρος ζητούσε καταλόγους με ονόματα παιδιών μεταναστών και οι «αρμόδιοι» του αναγνώριζαν αυτό το «δικαίωμα». Μιλάμε για ευθεία συγκάλυψη εγκληματικών ενεργειών, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τη δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν τον Γενάρη του 2013.

Τότε ο νεαρός μετανάστης από το Πακιστάν που εργαζόταν σε λαϊκή αγορά μαχαιρώθηκε από χρυσαυγίτες σε νυχτερινή επιδρομή στα Πετράλωνα και οι φονιάδες εντοπίστηκαν χάρη στους περίοικους που ήταν αυτόπτες μάρτυρες στο έγκλημα. Αλλά οι αρχές δεν έδωσαν καμιά συνέχεια αντίστοιχη με αυτό που έγινε τώρα: καμιά έρευνα για τις συνδέσεις των δραστών με τον πυρήνα της Χρυσής Αυγής, για την εμπλοκή των βουλευτών της στην καθοδήγηση των ταγμάτων εφόδου, ούτε καν αναγνώριση του ρατσιστικού χαρακτήρα της επίθεσης.

Τι άλλαξε, λοιπόν, και ο Σαμαράς και οι υπουργοί του αναγκάστηκαν να παριστάνουν τώρα τους διώκτες της φασιστικής συμμορίας; Πολλά πράγματα άλλαξαν μέσα σε αυτό το διάστημα, αλλά μπορούμε να διακρίνουμε δυο καθοριστικούς παράγοντες που συνδυάστηκαν και επέβαλαν την απότομη στροφή του Δένδια και του Σαμαρά.


Κίνημα
Ο πρώτος είναι η ανάπτυξη του αντιφασιστικού κινήματος και η εκρηκτική μαζική απάντηση μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Την Τετάρτη 18 Σεπτέμβρη το απόγευμα, λίγες μόνο ώρες μετά τις μαχαιριές που σκότωσαν τον Παύλο, το Κερατσίνι πλημμύρισε από τη μεγαλύτερη διαδήλωση που έγινε εκεί εδώ και πολλά χρόνια. Χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους σε μια από εκείνες τις σπάνιες στιγμές όταν η αυθόρμητη οργή ξεσηκώνει τους πάντες και ενώνει όλες τις αποχρώσεις της Αριστεράς και ακόμα πιο πλατιά. Το ίδιο έγινε στις πιο πολλές μεγάλες πόλεις έξω από το Λεκανοπέδιο. Και οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν με ασίγαστη ορμή τις επόμενες μέρες.

Αυτή η αντιφασιστική έκρηξη δεν έπεσε από τον ουρανό. Ήταν καρπός των αντιφασιστικών δράσεων που είχαν αποκτήσει τη δική τους δυναμική το προηγούμενο διάστημα. Μετά την εκλογική επιτυχία της Χρυσής Αυγής τον Μάη και τον Ιούνη του 2012, η αντίσταση στους νεοναζί έμοιαζε να έχει υποχωρήσει. Η φωνή της ΚΕΕΡΦΑ έμοιαζε μοναχική σε ένα τοπίο όπου η κυβέρνηση και τα πιο πολλά ΜΜΕ αναμασούσαν το «επιχείρημα» ότι η Χρυσή Αυγή είναι κοινοβουλευτικό κόμμα που πήρε 400.000 ψήφους. Χρειάστηκε να φτάσουμε στις 19 Γενάρη του 2013 και την επιτυχία της κινητοποίησης «Αθήνα, πόλη αντιφασιστική» για να αρχίσει να παίρνει διαστάσεις κινήματος με μαζικούς όρους η αντιφασιστική διάθεση του κόσμου. Από εκεί και πέρα υπάρχει μια ολόκληρη σειρά από πετυχημένες δράσεις ενάντια στις προσπάθειες των Χρυσαυγιτών να μετατρέψουν τα γραφεία τους σε ορμητήρια ταγμάτων εφόδου: η Νίκαια, το Νέο Ηράκλειο, τα Χανιά, η Καλαμάτα έγιναν σταθμοί σε αυτή την πορεία. Έτσι φτάσαμε μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα να κυριαρχεί η οργή και όχι ο φόβος.

Το ότι το κίνητρο των νεοναζί για τη δολοφονία του Παύλου ήταν η προσπάθεια επιβολής τρόμου στις εργατογειτονιές είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο. Όχι μόνο γιατί αυτή είναι η κλασική ταχτική των φασιστικών συμμοριών από καταβολής τους, αλλά και γιατί οι εξελίξεις τούς επέβαλαν να το επιχειρήσουν. Στο σημείο αυτό χρειάζεται να σταθούμε στη δεύτερη καθοριστική αλλαγή που μεσολάβησε, στην αλύγιστη ορμή της εργατικής αντίστασης στις κυβερνητικές επιθέσεις.

Ο Σαμαράς ξεκίνησε το 2013 παίζοντας το χαρτί των επιστρατεύσεων για να σταματήσει το απεργιακό κίνημα που κοντράρει την εφαρμογή των μνημονίων συνεχώς από το 2010. Αυτή ήταν η κυβερνητική απάντηση σε κάθε απεργία που απειλούσε με την κλιμάκωσή της τα μνημονιακά σχέδια: επιστράτευση στο Μετρό τον Γενάρη, στα πλοία τον Φλεβάρη, στα σχολεία τον Μάη. Μέχρι τον Ιούνη η κυβέρνηση μπορούσε να ελπίζει ότι αυτή η ταχτική της είναι αποτελεσματική και ότι βαθμιαία θα επέβαλε μέσα στους εργατικούς χώρους το φόβο μπροστά στην κατασταλτική αποφασιστικότητά της και την απογοήτευση από την ατολμία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.

Όμως, τον Ιούνη η κυβέρνηση δέχτηκε ένα σκληρό χτύπημα από τους εργαζόμενους της ΕΡΤ που απάντησαν αποφασιστικά στο «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» του Κεδίκογλου. Οι εργαζόμενοι που κράτησαν την ΕΡΤ ανοιχτή κόντρα στην κυβερνητική απόφαση για κλείσιμο, όχι μόνο προκάλεσαν κυβερνητική κρίση με την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ, αλλά έστειλαν ισχυρό μήνυμα αντίστασης σε όλους τους χώρους και προετοίμασαν το έδαφος για ένα καυτό απεργιακό φθινόπωρο.

Από αυτό το ρήγμα ξεπήδησε η δεύτερη προσπάθεια των εκπαιδευτικών να οργανώσουν απεργία διαρκείας τον Σεπτέμβρη, το αντάρτικο των Νοσοκομείων ενάντια στα κλεισίματα, η μάχη στα Πανεπιστήμια ενάντια στις μαζικές απολύσεις των διοικητικών υπαλλήλων. Αυτή η εξέλιξη είχε πολλαπλές επιπτώσεις.

Κατ’ αρχή, αυτό ήταν το υπόβαθρο για την απόπειρα των νεοναζί να κλιμακώσουν τη δράση τους από τις επιθέσεις σε ανυπεράσπιστους μετανάστες σε χτυπήματα στα συνδικάτα και την Αριστερά. Πριν από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα είχαν προηγηθεί οι επιθέσεις της Χρυσής Αυγής στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη στο Πέραμα και σε συνεργείο του ΚΚΕ στην περιοχή. Η φασιστική συμμορία ήθελε να περάσει ένα μήνυμα ότι είναι μια αξιόπιστη δύναμη καταστολής, να δείξει στα αφεντικά ότι μπορούν να υπολογίζουν στη δική της δύναμη κρούσης για εκφοβισμό των εργατών που αντιστέκονται. Οι διασυνδέσεις των νεοναζί με εφοπλιστικά κυκλώματα ήταν κάτι που πολλοί υποψιάζονταν με βάση την αμοιβαία ερωτοτροπία τους και ιστορικά και άμεσα. Τώρα, σιγά-σιγά αποκαλύπτονται πιο χειροπιαστά αυτοί οι δεσμοί με ενδιάμεσο τον φυγόδικο «αυτοδημιούργητο εφοπλιστή» και ιδιοκτήτη οπλοστάσιου Αναστάσιο Πάλλη.

Αλλά οι φιλοδοξίες των μικρών φύρερ δεν περιορίζονταν σε ρόλο τραμπούκων για μικροεξυπηρέτηση συγκεκριμένων καπιταλιστών. Η πολιτική κρίση τούς άνοιγε την όρεξη για μεγαλύτερες βλέψεις, καθώς μέσα στη Νέα Δημοκρατία ακούγονταν δημόσια οι φωνές για κυβερνητική συνεργασία με «μια πιο σοβαρή Χρυσή Αυγή». Αν η κοινοβουλευτική δεξιά ενδιαφερόταν για τα κουκιά της Χρυσής Αυγής στη Βουλή, οι ίδιοι οι νεοναζί έβλεπαν την ευκαιρία για μια πιο συνολική αναβάθμισή τους στα μάτια της άρχουσας τάξης. Αυτή η συγκυρία αποθράσυνε τους δολοφόνους που βγήκαν προκλητικά να καρφώσουν το μαχαίρι στην καρδιά του Παύλου εκεί που χτυπάει η καρδιά της εργατικής τάξης.

Ωστόσο, έπεσαν έξω. Ο συνδυασμός αντιφασιστικών διαδηλώσεων με ένα εξελισσόμενο απεργιακό κύμα έκανε την κυβέρνηση να ανησυχήσει ότι μπορεί να προκληθεί μια έκρηξη μεγαλύτερη από τον Δεκέμβρη του 2008. Ποτέ δεν θα μάθουμε τι θα γινόταν εκείνες τις μέρες αν ο Δένδιας επιχειρούσε ένα κουκούλωμα της δολοφονίας αντίστοιχο με αυτό που έκανε τον Γενάρη μετά τη δολοφονία Λουκμάν. Ο Σαμαράς προτίμησε να μην το ρισκάρει και οι Μιχαλολιάκοι βρέθηκαν με τις χειροπέδες.

Από εκείνη τη στιγμή και πέρα άρχισε να ανθεί μια φιλολογία για οφέλη που θα αντλούσε η Νέα Δημοκρατία από αυτή τη στροφή, για μια στημένη «χρυσαυγιάδα» που αποπροσανατόλισε το απεργιακό κίνημα, για το πόσο σχεδιασμένη και στοχευμένη ήταν όλη αυτή η κίνηση που ισχυροποίησε τη θέση του Σαμαρά.

Μεγάλο μέρος από αυτούς τους συλλογισμούς είναι απλά ανυπόστατο. Καμιά απεργία δεν σταμάτησε γιατί οι απεργοί τρόμαξαν, ή γιατί ο κόσμος «σεβάστηκε» την πρωτοβουλία των αρχών να περάσουν χειροπέδες στους χρυσαυγίτες. Πουθενά μέσα στις απεργιακές συνελεύσεις δεν ανέβηκε το κύρος ή τα ποσοστά της ΔΑΚΕ ή της ΠΑΣΚΕ. Το αντίθετο ισχύει. Όπου αναστάλθηκαν κινητοποιήσεις αυτό ήταν έργο της αριστερής πτέρυγας της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, όπως εξηγεί στις επόμενες σελίδες ο Τάσος Αναστασιάδης.

Ταλαντεύσεις
Ένα δεύτερο στοιχείο που πρέπει να πάρουμε υπόψη μας είναι τις ταλαντεύσεις και τις υπαναχωρήσεις της κυβερνητικής στάσης που διαψεύδουν τον φοβερό «σχεδιασμό» των κινήσεών της. Οι χειροπέδες βγήκαν από τον Κασιδιάρη και τον Παναγιώταρο με έναν τρόπο καθόλου τιμητικό για τη Δικαιοσύνη και για την κυβέρνηση. Η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να τα έχει όλα δικά της – και να ισχυρίζεται ότι η πρωτοβουλία δίωξης των χρυσαυγιτών είναι δικιά της και να χρεώνει αλλού το πέσιμο των νεοναζί στα μαλακά με τη φόρμουλα «αφήνουμε τη Δικαιοσύνη απερίσπαστη στο έργο της».

Στην πραγματικότητα, δεν ακολουθούν όλες οι συνιστώσες της ΝΔ και τα στηρίγματά τους τη στροφή με τον ίδιο ζήλο. Άλλοι αισθάνονται ότι βγαίνουν στον αφρό ως έχοντες «δημοκρατικές και κεντρώες» περγαμηνές και άλλοι ανησυχούν ότι απειλούνται οι ακροδεξιές γέφυρές τους. Όσο περνούν οι μέρες τόσο περισσότερο θα αναδεικνύεται η σύγχυση στο νεοδημοκρατικό στρατόπεδο. Χαρακτηριστικό είναι το σίριαλ με τον Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας Τζιτζικώστα που προσκάλεσε τη Χρυσή Αυγή στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη και προκάλεσε αναταραχή και στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ.

Όσο για τον επαναπατρισμό ψηφοφόρων από τη Χρυσή Αυγή στη ΝΔ, αυτό είναι ένα σενάριο που εύκολα λέγεται αλλά που δεν προκύπτει καθόλου αυτόματα. Στην πράξη, η κυβέρνηση που ήταν ήδη τραυματισμένη μετά την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ τώρα βρίσκεται πιο εξασθενημένη παρά τους ελιγμούς της, όπως πάντα συμβαίνει μετά από μια απότομη αναγκαστική στροφή.

Για να δούμε καλύτερα γιατί ισχύει αυτό χρειάζεται να σταθούμε στην ευρύτερη εικόνα των εξελίξεων. Η αναγκαστική στροφή Σαμαρά δεν περιορίζεται στο θέμα της Χρυσής Αυγής, αλλά απλώνεται και σε δύο άλλα ζητήματα:
Από την εκστρατεία για το «τέλος της Μεταπολίτευσης», στην αναζήτηση συμβιβασμών με τον ΣΥΡΙΖΑ. Και από το «Success story», στην αδυναμία λήψης νέων μέτρων.

Ας σταθούμε αρχικά στην πορεία της οικονομικής συγκυρίας. Μια ματιά στο διάγραμμα του Χρηματιστήριου της Αθήνας από την αρχή της χρονιάς δίνει μια εικόνα σαν πριόνι: μήνες εκρηκτικής ανόδου ακολουθούνται από απότομη καταβαράθρωση και το σκηνικό επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Μια εικόνα αβεβαιότητας και αστάθειας, προϊόν κερδοσκοπικών εισροών και εκροών που εναλλάσσονται.

Αυτή η σχιζοφρένεια των κερδοσκόπων είναι βέβαια οξυμένη στην ελληνική περίπτωση, αλλά δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Η υπερβολική έκφρασή του στο εδώ Χρηματιστήριο συνδέεται με τις στενές σχέσεις που εγκαινίασε ο Σαμαράς με τα μεγαλύτερα hedge funds ήδη από το καλοκαίρι του 2012 όταν μαζί σχεδίασαν την «επαναγορά» των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου που τους απέφερε κέρδη δισεκατομμυρίων σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Η συνέχεια είναι η εμπλοκή τους στην «ανακεφαλαιοποίηση» των ελληνικών τραπεζών που ελπίζουν να τους αποδώσει ακόμη μεγαλύτερα γρήγορα κέρδη.

Το υπόβαθρο, όμως, των ταλαντεύσεων είναι διεθνές. Μήνες τώρα η Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) βρίσκεται σε δίλημμα αν πρέπει ή όχι να μειώσει την «ποσοτική χαλάρωση» με την οποία τροφοδοτεί τις τράπεζες με φθηνό χρήμα. Όταν ανακοίνωσε για πρώτη φορά την πρόθεσή της να αρχίσει να μειώνει τη ροή από τα επίπεδα των 85 δις δολαρίων το μήνα τον Μάη, οι κερδοσκόποι αντέδρασαν με άνοδο των επιτοκίων και εκροές κεφαλαίων από τις «αναδυόμενες» αγορές. Τον Σεπτέμβρη ο Μπερνάνκι δίστασε να προχωρήσει στην πρώτη μείωση που είχε περίπου προαναγγείλει. Από τότε παραμένει αβέβαιο αν και πότε μπορεί να αρχίσει να κόβεται το φθηνό χρήμα.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες, όχι μόνο ο Μπερνάνκι αλλά και ο Ντράγκι της ΕΚΤ, δέχονται αντιφατικές πιέσεις. Η πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ για τη φθινοπωρινή σύνοδο των τραπεζιτών που έγινε στην Ουάσινγκτον υπολογίζει ότι κάθε άνοδος των επιτοκίων κατά μια μονάδα μειώνει την αξία των ομολόγων που κατέχουν οι τράπεζες παγκόσμια κατά 2,3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Μπορεί το διεθνές τραπεζικό σύστημα να αντέξει το άνοιγμα μιας τρύπας τέτοιων διαστάσεων ξαφνικά;

Ταυτόχρονα, μια σειρά από δείκτες προαναγγέλλουν ότι οι αμερικάνικες χρηματαγορές πλησιάζουν ξανά στα επίπεδα της φούσκας που έσκασε το 2007-2008. Σύμφωνα με τις κομψές διατυπώσεις των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς (23 Οκτώβρη) που στηρίζονται σε στοιχεία του οίκου Moody’s, «οι ριψοκίνδυνες δανειακές πρακτικές που σημάδεψαν τα χρόνια πριν από την χρηματιστική κρίση επανεμφανίζονται στις ΗΠΑ καθώς εταιρίες επωφελούνται από τη δίψα των επενδυτών για μεγαλύτερες αποδόσεις».

Μπρος φούσκα και πίσω κραχ με άλλα λόγια. Καθόλου περίεργο που η αβεβαιότητα τρελαίνει τους «επενδυτές» και διχάζει το πολιτικό σύστημα του μεγαλύτερου καπιταλισμού παγκόσμια. Ωστόσο, η ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας που διαρκώς προαναγγέλλεται και διαρκώς αποδεικνύεται αναιμική αναγκάζει για την ώρα τόσο τη Fed όσο και την ΕΚΤ να επιμείνουν στην πολιτική του φθηνού χρήματος για τις τράπεζες και στο απαραίτητο για τις κυβερνήσεις συμπλήρωμά της- τη λιτότητα και τις περικοπές των δημόσιων δαπανών ώστε να παράγονται τα «πρωτογενή πλεονάσματα» που απαιτούνται για τη βιωσιμότητα των χρεών.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η αβεβαιότητα για τη μελλοντική διαχείριση του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι αυξημένη. Σε αντίθεση με διάφορους γελοίους ισχυρισμούς του τύπου ότι «οι μνημονιακές υποχρεώσεις της Ελλάδας προς τους δανειστές εκπληρώθηκαν και τώρα απομένει να φροντίσουν εκείνοι για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους», η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η επίτευξη επαρκών πρωτογενών πλεονασμάτων είναι αβέβαιη για πολύ ισχυρότερους καπιταλισμούς, πόσο μάλλον για την Ελλάδα. Όλες οι κυβερνήσεις έχουν μπροστά τους την προοπτική σκληρότερων μέτρων. Η συζήτηση γύρω από το αν τα νέα μέτρα για το 2014 θα είναι «μόνο» ύψους 0,5 δις ευρώ όπως λέει ο Στουρνάρας ή ύψους 2,5 δις όπως λέει η Τρόικα είναι μόνο ένα μικρό προανάκρουσμα. Κανένας τους, ούτε η Λαγκάρντ, ούτε η Μέρκελ, ούτε βέβαια ο Σαμαράς δεν μπορούν να προβλέψουν με ακρίβεια την πραγματική έκταση των μέτρων που θα απαιτηθούν, έστω κι αν όλοι θέλουν να ελαχιστοποιήσουν το πρόβλημα για λόγους πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας.2

Πολιτική βιωσιμότητα
Μέσα σε αυτό το τοπίο κρίνεται πλέον και η πολιτική βιωσιμότητα της κυβέρνησης Σαμαρά. Ακόμη και τα φερέφωνά της εκτιμούν ότι δεν είναι σε θέση να επιβάλει μια κλιμάκωση των μέτρων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εμφανίζεται μια αλλαγή στη στάση της απέναντι στην αξιωματική αντιπολίτευση.

Από το Φλεβάρη του 2012, όταν ο Σαμαράς στήριξε μεν το πακέτο της κυβέρνησης Παπαδήμου για το λεγόμενο «κούρεμα» του χρέους με το PSI, αλλά ταυτόχρονα εγκαινίασε την τότε προεκλογική περίοδο, σταθερό μοτίβο της ΝΔ ήταν η κλιμάκωση της επίθεσης στην Αριστερά ως υπεύθυνης για τις πρακτικές που οδήγησαν την Ελλάδα στη χρεοκοπία. Αυτό συνεχίστηκε και μετά τις εκλογές του Μάη-Ιούνη 2012. Χαρακτηριστική ήταν η ομιλία του Σαμαρά στην ΟΝΝΕΔ αλλά και οι παρεμβάσεις του Βορίδη στη Βουλή ως κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της ΝΔ. Ούτε λίγο ούτε πολύ, η Αριστερά έφταιγε γιατί από τη Μεταπολίτευση του 1974 και μετά υπήρξε “υπερβολικός συνδικαλισμός, υπερβολική ανοχή στην «ανομία», υπερβολική διόγκωση του δημόσιου τομέα”. Αναπόσπαστο τμήμα αυτής της ιδεολογικοπολιτικής επίθεσης ήταν και η λεγόμενη «θεωρία των δυο άκρων» που έφτανε να τοποθετεί τον ΣΥΡΙΖΑ στην κατηγορία των «ακραίων».

Όσο η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ (τότε) εμφανιζόταν ικανή να επιβάλει το πακέτο μέτρων για την είσπραξη των δόσεων του Μνημονίου και για την αποτροπή της «Grexit», η κατάταξη του ΣΥΡΙΖΑ στην άκρα αριστερά έβρισκε την ανοχή στα επιτελεία της άρχουσας τάξης μέσα κι έξω από την Ελλάδα. Μετά το χαστούκι από την ΕΡΤ, όμως, και την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Πρωτοπόρος ήταν ο Πρόεδρος του ΣΕΒ Δασκαλόπουλος. Σε συνέντευξή του στις 26 Σεπτέμβρη στον Στέλιο Κούλογλου στο tvxs απαντούσε στις ερωτήσεις ως εξής:
«Σημασία δεν έχει τι πιστεύω εγώ. Σημασία έχει τι πιστεύει ο ελληνικός λαός. Η δημοκρατία μας δεν είναι αλά καρτ, ούτε η λαϊκή ετυμηγορία τελεί υπό περιορισμό. Από κει και πέρα, όποιον κι αν επιλέξει ο λαός, ισχύει το «αρχή άνδρα δείκνυσι». …
Τη βρίσκω κατ’αρχήν κάπως παράδοξη. Πώς μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να χαρακτηρίζεται άκρο, απ’ τη στιγμή που η λαϊκή ετυμηγορία τού έχει δώσει κεντρικό ρόλο στην πολιτική σκηνή; Πώς μπορεί να είναι εκτός συνταγματικού τόξου ένα κόμμα που ασκεί τον συνταγματικά καίριο ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Επιπλέον όμως, τη βρίσκω και επικίνδυνη. Έχει μια εμφυλιοπολεμική χροιά, υποδηλώνει μια αντίληψη μονοκομματικής δημοκρατίας που είναι ευθέως αντιδημοκρατική.
Το λεγόμενο συνταγματικό τόξο περιλαμβάνει κάθε ελεύθερη έκφανση της λαϊκής βούλησης, μέσα στο αυτονόητο πλαίσιο της πολιτειακής νομιμότητας, του σεβασμού του ισχύοντος θεσμικού και νομοθετικού πλαισίου. Νοοτροπίες που αρνούνται στον κομματικό αντίπαλο δικαιώματα που του έχει δώσει ο λαός, είναι νοσηρές και βλάπτουν σοβαρά την πολιτική ομαλότητα».3

Λίγο αργότερα, σε συνέντευξή του στα ΝΕΑ του Σαββατοκύριακου 12-13 Οκτώβρη, ο Δένδιας επιβεβαίωνε την κυβερνητική στροφή δηλώνοντας ότι βεβαίως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είναι «άκρο» και ζητώντας από τον ΣΥΡΙΖΑ «να απομονώσει τα ακραία στοιχεία» και «να καταδικάσει ακραίες και απαράδεκτες αντιλήψεις». Αν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία για το αν και κατά πόσο η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου αισθάνεται ισχυρότερη μετά τις χειροπέδες στους Μιχαλολιάκους, τα ανοίγματα προς τον ΣΥΡΙΖΑ ήρθαν να τη διαλύσουν.

Συνδιαμόρφωση
Άλλωστε η στροφή δεν έμεινε σε επίπεδο αβροφροσύνης μέσα από συνεντεύξεις, αλλά προχώρησε στην πράξη με τη συνδιαμόρφωση και από κοινού ψήφιση από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση της τροπολογίας για την χρηματοδότηση των κομμάτων. Θα δούμε πιο κάτω την κριτική για τους χειρισμούς του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όσο αφορά την κατάσταση στο κυβερνητικό στρατόπεδο, πρόκειται για ανοιχτή ομολογία ότι έχουν ανάγκη τη συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτή η ομολογία επιτείνει την εσωκυβερνητική αναταραχή, όχι μόνο από τις αντιδράσεις των ακροδεξιών βουλευτών της ΝΔ, αλλά και από την πλευρά του Βενιζέλου που αισθάνεται απειλούμενος από αυτή την εξέλιξη, όπως έδειξε η διαμάχη του με τον Αβραμόπουλο για την «φιλική προς τον ΣΥΡΙΖΑ» συμπεριφορά του τελευταίου και ο φόβος του για μια νέα εξεταστική επιτροπή για τα υποβρύχια του Σκαραμαγκά.

Πώς αντιδρούν οι ηγεσίες της Αριστεράς μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις;
Στο ΚΚΕ, η νέα ηγεσία συνδυάζει την όξυνση των επιθέσεων κατά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τη σκλήρυνση της θέσης της απέναντι σε κάθε απόπειρα κλιμάκωσης των αγώνων. Στους εκπαιδευτικούς δυο φορές (και τον Μάη και τον Σεπτέμβρη) πολέμησε σκληρά την προσπάθεια για απεργία διαρκείας. Στα νοσοκομεία επιτέθηκε στις προσπάθειες για καταλήψεις ενάντια στα κλεισίματα. Στην ΕΡΤ επέτρεψε σε γνωστά στελέχη του να μεταγραφούν στη ΔΤ του Καψή. Στο Σύνταγμα στις 25 Σεπτέμβρη, μέρα αντιφασιστικής απεργίας και πορείας, όταν χιλιάδες από τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ βάδισαν μαζί με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την ΚΕΕΡΦΑ στα γραφεία της Χρυσής Αυγής αψηφώντας την κινδυνολογία της ηγεσίας του, το ΚΚΕ δεν ήταν εκεί προτιμώντας μια μεσημεριανή συναυλία. Κατά τα άλλα αυτοπροβάλλεται ως αντίβαρο στον «οπορτουνισμό του ΣΥΡΙΖΑ».

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει τη δεξιόστροφη πορεία της επιδεικνύοντας «υπευθυνότητα» και ανταποκρινόμενη στα ανοίγματα από τα πάνω. Στη συνδιαμόρφωση της τροπολογίας για τη χρηματοδότηση των κομμάτων αποδέχθηκε την αναφορά στον τρομονόμο προκαλώντας αντιδράσεις όχι μόνο στον Λαφαζάνη (που πειθάρχησε) και στον Γλέζο (που απείχε), αλλά και στη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι έχει θωρακιστεί από επιθέσεις από τα δεξιά του χάρη στην υποψηφιότητα Τσίπρα για τη θέση του Προέδρου της Κομισιόν της ΕΕ (τη θέση που κατέχει σήμερα ο Μπαρόζο). Όπως έγραφε η Αυγή της Κυριακής 20 Οκτώβρη: “Πέραν του ότι για πρώτη φορά ένας Έλληνας πολίτης προτείνεται για ένα τόσο σημαντικό αξίωμα, τα πολιτικά οφέλη για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι προφανή. Ποιος θα κατηγορήσει στο εξής για αντιευρωπαϊσμό και επιστροφή στο εθνικό νόμισμα το κόμμα, του οποίου ο πρόεδρος διεκδικεί το αξίωμα του προέδρου της Κομισιόν; Ποιος θα κατηγορήσει ξανά τον ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι άκρο; Ουδείς...”.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, ξέφυγε από το «άκρο» χάρη σε μια υποψηφιότητα που τον δένει πιο σφιχτά με την ΕΕ, και οι απεργίες και τα αντιφασιστικά συλλαλητήρια μπορούν να πάρουν τη θέση που τους αρμόζει στα πλαίσια της ρεφορμιστικής συλλογιστικής: το ρόλο του κομπάρσου. Οι εκπαιδευτικοί έχουν ήδη γευτεί τις συνέπειες αυτής της λογικής, όπως και οι αντιφασίστες που χρειάστηκε στις 25 Σεπτέμβρη να αγνοήσουν τις καταγγελίες για «προβοκατόρικα» καλέσματα.

Η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ κλυδωνίζεται, αλλά οι ηγεσίες της κοινοβουλευτικής αριστεράς πριονίζουν τη δύναμη που προκαλεί τους κλυδωνισμούς. Το ΚΚΕ θεωρεί την πτώση της κυβέρνησης αδιάφορη, αφού «και ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει την ίδια αστική πολιτική». Και ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί σίγουρο ότι έρχεται η σειρά του και στρέφει την προσοχή του στην εξασφάλιση της ομαλής αποδοχής για μια δικιά του κυβέρνηση.

Στην επαναστατική αριστερά πέφτει το βάρος να στηρίξει τους σημερινούς αγώνες σαν τη μόνη εγγύηση και για την ανατροπή της κυβέρνησης Σαμαρά και για τη δικαίωσή τους στη συνέχεια. Αυτός ο χώρος, σαράντα χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου όπου πρωτοστάτησε, εξακολουθεί να είναι η προωθητική δύναμη σε κάθε κρίσιμη καμπή του κινήματος. Ποτέ δεν έπαψε να παίζει αυτό το ρόλο, ούτε όταν η ορίτζιναλ καραμανλική τρομοκρατία άφηνε νεκρούς τον Κουμή και την Κανελλοπούλου, ούτε όταν ο Καραμανλής ο μικρός (με κάθε έννοια της λέξης) αντιμετώπιζε την οργή της νεολαίας μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Από την ρήξη με τη συγκυβέρνηση του 1989 μέχρι τις μάχες με τις σημερινές συγκυβερνήσεις, πάντα ανοίξαμε δρόμους σε πείσμα των συμβιβαστικών ηγεσιών. Γι’ αυτό σήμερα η επαναστατική αριστερά είναι μια πολιτική δύναμη που οι αγωνιστές μπορούν να εμπιστεύονται, μια δύναμη πιο υπολογίσιμη εδώ και δεκαετίες.
Αυτή η σαραντάχρονη διαδρομή είναι μια παρακαταθήκη για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και μια υποχρέωση να ανταποκριθεί στις σημερινές ανάγκες και προσδοκίες για να οργανώσει την κινηματική ανατροπή των μνημονιακών κυβερνήσεων και την προοπτική που ανοίγεται για τη συνέχεια. Ο τρόπος που οργανώνουμε τις μάχες σήμερα κάνει διαφορά όχι «μόνο» στον αν και πότε θα πέσει επιτέλους ο Σαμαράς, αλλά και στους συσχετισμούς που διαμορφώνονται για τη συνέχεια. Για να είναι ο ορίζοντάς μας οι αντικαπιταλιστικές ανατροπές και όχι οι “συνδιαμορφώσεις” με την υπάρχουσα κατάσταση.


1. http://www.efsyn.gr/?p=140131
2. http://tinyurl.com/o5fxqak
3. http://tvxs.gr/news/ellada/d-daskalopoylos-i-theoria-ton-dyo-akron-einai-epikindyni-kai-antidimokratiki

Περιοδικό Σοσιαλισμός από τα κάτω, Τεύχος #101 Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου