Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Η μητέρα και ο πατέρας του Σαχζάτ Λουκμάν τιμούν το Παύλο Φύσσα

Όχι στη συγκάλυψη των ρατσιστικών εγκλημάτων μίσους από την αστυνομία του Δένδια

Στις 8 Γενάρη, συνεχίζεται η δίκη των δύο χρυσαυγιτών Xρήστου Στεργιόπουλου και Διονύση Λιακόπουλου που δολοφόνησαν στις 17 Γενάρη 2013 τον 27χρο­νο Σαχζάντ Λουκμάν από το Πακιστάν .Όλοι και όλες που διαδηλώ­σαμε στα συλλαλητήρια για την δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα θα είμαστε στο πλευρό του Χαντίμ Χουσείν και της Σουγκράν Μπίπι που ήρθαν στην Ελλάδα για να καταθέσουν στη δίκη για το δολοφονημένο παιδί τους.

Ο Σαχζάντ Λουκμάν ήταν ένας μεροκαματιάρης που εκείνο το ξημέ­ρωμα πήγαινε με το ποδήλατό του από το Περιστέρι στα Πετράλωνα για να πιάσει δουλειά στη λαϊκή. Το τάγμα εφόδου της Χρυσής Αυγής τον εντόπισε στις 3 η ώρα τη νύχτα στην οδό Τριών Ιεραρχών στα Πε­τράλωνα. Η μέθοδος δολοφονίας του Σαχζάντ είχε τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτά της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα. Οι δύο χρυσαυγίτες βγήκαν παγανιά ως τάγμα εφόδου οπλισμένοι με πτυσσόμενο μαχαίρι «πεταλούδα». Τον άφησαν στον τόπο με ένα “επαγγελματικό χτύπημα”, όπως αυτό του Ρουπακιά.

Μόνο εξ αιτίας του γεγονότος ότι τη δολοφονία είδαν περίοικοι, οι οποίοι αμέσως ειδοποίησαν την αστυνομία, έφτασαν οι δύο δολοφόνοι να συλληφθούν κάπου στο Σύνταγμα. Χωρίς να νιώθουν ότι υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να συλληφθούν, είχαν ακόμα πάνω τους το ματωμένο μαχαίρι. Ο ένας ήταν 25 ετών ιδιωτικός υπάλληλος και ο άλλος 29 ετών πυροσβέστης. Στα σπίτια τους βρέθηκαν άλλες τρεις «πεταλούδες», ρόπαλα, σφαίρες πολεμικού όπλου, σφεντόνες και αε­ροβόλο, καθώς και μεταλλικά σφαιρίδια, αλλά και προεκλογικά φυλ­λάδια της Χρυσής Αυγής.

Οι δύο δράστες προφυλακίστηκαν και οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα όπου τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για ανθρωποκτονία εκ προθέ­σεως, οπλοφορία, οπλοχρησία και οπλοκατοχή, χωρίς όμως στο κατη­γορητήριο να συμπεριληφθούν τα ρατσιστικά κίνητρα. Μάλιστα μέσα στο βούλευμα συμπεριλαμβάνεται ο γελοίος ισχυρισμός των δύο Χρυ­σαυγιτών ότι επιτέθηκαν στο Λουκμάν γιατί “τους έκοψε το δρόμο με το ποδήλατο”. Στη δίκη που ξεκίνησε στις 18/12 παριστάνουν τους δημοκράτες(!) και τους άσχετους με τους νεοναζί κατά την τακτική των ταγμάτων εφόδου «όταν σε πιάνουν λες ότι δεν έχεις καμία σχέση με το κόμμα».

Η δίκη των δύο δολοφόνων νεοναζί είναι πολύ σημαντική, καθώς η υπόθεση της δολοφονίας του Σαχζάντ Λουκμάν συμπεριλαμβάνεται στο πόρισμα Βουρλιώτη που έχει σταλεί στον Αρειο Πάγο, βάσει του οποίου η Χρυσή Αυγή αποτελεί εγκληματική οργάνωση. Η έκβαση αυ­τής της δίκης θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη δίκη της Χρυσής Αυγής όποτε και αν αυτή γίνει.

Όσο και να προσπαθεί να μας πείσει η κυβέρνηση του Σαμαρά ότι υπερασπίζεται την δημοκρατία προωθώντας την τιμωρία της εγκλη­ματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής, δεν τους έχουμε καμία εμπι­στοσύνη. Ξέρουμε πολύ καλά ότι κυβέρνηση-αστυνομία και νεοναζί συνεργαζόντουσαν σε όλες τις δολοφονικές και ρατσιστικές επιθέσεις. Μάλιστα ο Δένδιας αποκατέστησε στην ιεραρχία υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΛΑΣ με σχέσεις με τη Χρυσή Αυγή τα οποία είχε απομακρύνει τις μέρες της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα.

Η ρατσιστική επίθεση κλιμακώνεται ανοίγοντας το δρόμο για την ανάκαμψη των φασιστών με το Κώδικα Μετανάστευσης που καταργεί οριστικά το δικαίωμα στην ιθαγένεια για τα παιδιά και δεν δίνει ούτε μία νέα νομιμοποίηση μετανάστη. Ο Σαμαράς καλεί σε σκλήρυνση της στάσης της ΕΕ στα σύνορα μετά το έγκλημα του πνιγμού πάνω από 400 μεταναστών στη Λαμπεντούζα.

Την ίδια ώρα προωθούνται διώξεις των αντιφασιστών όπως των δη­μοσιογράφων και υπεύθυνων της Εργατικής Αλληλεγγύης Κ. Θωίδου, Π. Γκαργκάνα, Τ. Αναστασιάδη με μήνυση του χρυσαυγί­τη Δικηγόρου Ι. Ανδριόπουλου. Η δίκη θα προσδιοριστεί άμεσα. Ο Ναζίρ Γκασεμί, Αφ­γανός πρόσφυγας καταδικάστηκε σε 7 χρόνια φυλακή με αστήρικτες κατηγορίες γιατί ήταν γνωστή η πολιτική του δράση με την απεργία πείνας στα Προπύλαια. Επίσης ο συντονιστής της ΚΕΕΡΦΑ Π. Κωνστα­ντίνου, αντιμετωπίζει δύο αυτεπάγγελτες διώξεις και μία του ίδιου χρυσαυγίτη δικηγόρου για ανακοινώσεις στην ιστοσελίδα της κίνησης επιδιώκοντας την φίμωση της.

Χρειάζεται να κλιμακώσουμε τη δράση μας για να κλείσουν τα Γρα­φεία-ορμητήρια των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής, για να μπει τέλος στη χρηματοδότηση από το κράτος και τη διάθεση υπαλλήλων για το δολοφονικό μηχανισμό της Χρυσής Αυγής.

Καλούμε τους εργαζόμενους και τη νεολαία, τα συνδικάτα, τα δημο­τικά συμβούλια, τους φοιτητικούς συλλόγους, τις κινήσεις υπεράσπι­σης των δικαιωμάτων, να δώσουν δυναμικό παρών στην συγκέντρωση καταδίκης των δολοφόνων της Χρυσής Αυγής.

Αντιφασιστική Συγκέντρωση: Τετάρτη 8 Γενάρη, 9πμ, Δικαστήρια, Λ. Αλεξάνδρας & Λουκάρεως

ΒΑΛΤΕ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥΣ ΝΕΟΝΑΖΙ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ ΠΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΗΣΑΝ ΤΟΝ ΣΑΧΖΑΤ ΛΟΥΚΜΑΝ

Φάκελος Χρυσή Αυγή

Την πλέον κατάλληλη στιγμή εκδίδεται ένα βιβλίο πολυεργαλείο για το αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα στην τιμή των μόλις 5 ευρώ. Πρόκειται για τη νέα έκδοση του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου σε συνεργασία με την ΚΕΕΡΦΑ με τίτλο: “Φάκελος Χρυσή Αυγή, τα εγκλήματα των νεοναζί και πώς να τους σταματήσουμε”.

Η Κατερίνα Θωίδου και ο Γιώργος Πίττας -δημοσιογράφοι της Εργατικής Αλληλεγγύης- συγκεντρώνουν σε 120 σελίδες την ιστορική διαδρομή της δημιουργίας της νεοναζιστικής συμμορίας όσο και τη δράση του αντιφασιστικού κινήματος τις δεκαετίες μετά την μεταπολίτευση, παρουσιάζοντας μια πραγματικά “πολύτιμη συμβολή στο μεγάλο κίνημα που αναπτύσσεται κατά του νεοναζισμού και του ρατσισμού, που οι ιστορικές του διαστάσεις είναι πελώριες όπως και τα καθήκοντά του”, όπως εξηγεί ο Πέτρος Κωνσταντίνου, Δημοτικός σύμβουλος με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο Δήμο της Αθήνας και συντονιστής της ΚΕΕΡΦΑ, στον πρόλογό του.

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο περιλαμβάνει την αναλυτική εξιστόρηση της εγκληματικής δράσης των νεοναζί: από την βομβιστική και όχι μόνο δράση του Μιχαλολιάκου την δεκαετία του '70, στην ίδρυση της Χρυσής Αυγής την δεκαετία του '80, στις δολοφονικές επιθέσεις σε αριστερούς και μετανάστες την δεκαετία του '90, στην έφοδο στους μετανάστες την δεκαετία του 2000 και την κορύφωση των φασιστικών εγκλημάτων την τελευταία εξαετία μετά την είσοδο του ΛΑΟΣ στη Βουλή το 2007 και της Χρυσής Αυγής το 2012.
“Πλάτες”

Το πρώτο αυτό κεφάλαιο συνοδεύει ένας κατάλογος εκατό περίπου καταγεγραμμένων επιθέσεων (από τους νεοναζί, αλλά και την αστυνομία) που εντάσσονται χρονικά στην περίοδο από το φθινόπωρο του 2009 μέχρι τη δολοφονία Φύσσα, βασισμένες στις καταγγελίες που όλο αυτό το διάστημα δέχθηκε και έφερε στην επιφάνεια η ΚΕΕΡΦΑ. Στο κεφάλαιο “Εγκλήματα με ονοματεπώνυμο” παρουσιάζονται πιο αναλυτικά οι δολοφονίες του Σαχζάτ Λουκμάν, του Μοχάμεντ Καμράν, του Τζαβέντ Μπασίρ, του Αλίμ Αμπντούλ Μανάν και άλλων θυμάτων της ρατσιστικής βίας.

Ακολουθεί το δεύτερο κεφάλαιο όπου τεκμηριώνονται με στοιχεία οι διασυνδέσεις και οι υψηλά ιστάμενες «πλάτες» που στήριξαν τους νεοναζί, από τα Αστυνομικά Τμήματα μέχρι την ΕΥΠ και τους υπουργούς Δημόσιας Τάξης. Συγκεκριμένα παρουσιάζεται η ρατσιστική βία και η κάλυψη, οι διασυνδέσεις με την Χ.Α στα αστυνομικά τμήματα Αγίου Παντελεήμονα και Νίκαιας, που η κυβέρνηση “αγνοούσε” όλα τα τελευταία χρόνια. Ο ρόλος όλων των τελευταίων υπουργών Δημόσιας Τάξης, προεξάρχοντος του Δένδια στην ανοχή ή κάλυψη της Χ.Α και βέβαια η “τύφλα” της δικαστικής εξουσίας.

Το τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένα στο αντιφασιστικό κίνημα και τη δράση του σαν «δύναμη αποκάλυψης» και σαν «δύναμη κάθαρσης» αντίστοιχα.

Το τρίτο κεφάλαιο περιέχει την ιστορία του αντιφασιστικού κινήματος και πώς κατάφερε να οδηγήσει στην ήττα τις προσπάθειες των νεοναζί της Χ.Α να βγουν στην επιφάνεια την δεκαετία του '90 και μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Στη συνέχεια, αναφέρεται στην τελευταία τετραετία, την ίδρυση της ΚΕΕΡΦΑ και της Ενωσης Μεταναστών Εργατών, παρουσιάζοντας όλη την εμπειρία για το πως το αντιφασιστικό κίνημα κατάφερε να γίνει ασπίδα προστασίας και να μπολιάσει το εργατικό κίνημα, τις γειτονιές, τα σχολεία, τους εργασιακούς χώρους, δημιουργώντας γεγονότα διεθνούς εμβέλειας από την αντιρατσιστική έκρηξη της Μανωλάδας ως την Αθήνα-πόλη αντιφασιστική στις 19 Γενάρη.

Το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο ξεκινάει με την αντιφασιστική έκρηξη που ακολούθησε την δολοφονία του Παύλου Φύσσα και συνεχίζει με την παρουσίαση της Αντιφασιστικής Συνάντησης που έγινε στις 5-6 Οκτώβρη στο γήπεδο του Ρουφ και κατέληξε στο κάλεσμα για Διεθνή αντιφασιστική μέρα δράσης τις 22 Μάρτη.

Οι τελευταίες ενότητες του βιβλίου είναι αφιερωμένες στη συνέχιση του αγώνα από εδώ και πέρα για να καταδικαστούν οι νεοναζί της Χ.Α και όλοι όσοι τους κάνουν πλάτες, να σταματήσουν οι διώξεις των αντιφασιστών. Η πάλη ενάντια στον φασισμό συνδέεται με την πάλη ενάντια στην ρατσιστική πολιτική της ΕΕ και όλων των τελευταίων κυβερνήσεων, την πάλη για την ανατροπή της “νέας μεταπολίτευσης” του Σαμαρά που δίπλα στα μνημόνια και τον ρατσισμό πρόσθεσε στην ατζέντα και τον πόλεμο κατά της Αριστεράς, αλλά και την πάλη ενάντια στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα που γεννά τον φασισμό.

Το βιβλίο διακοσμούν πάνω από είκοσι φωτογραφίες, οι περισσότερες από το πλούσιο φωτογραφικό αρχείο της Εργατικής Αλληλεγγύης.

Κυριάκος Μπάνος

Δημοκρατία. Δικτατορία και Φασισμός

Ο Θανάσης Καμπαγιάννης εξηγεί γιατί είναι σημαντικό να διακρίνουμε με ακρίβεια τις μορφές του αστικού κράτους.

40 χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η συζήτηση για τη δημοκρατία είναι σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ.

Αν χρειαζόμασταν κάτι να μας το θυμίσει, η απόφαση της κυβέρνησης να ξανακατεβάσει τα τεθωρακισμένα στη στρατιωτική παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Η συμμετοχή τους είχε σταματήσει από το 2010, ως δείγμα νοικοκυρέματος του ελληνικού κράτους απέναντι στη δημοσιονομική σπατάλη. Η επιστροφή των τανκς στους δρόμους της Θεσσαλονίκης το 2013 (από την παρέλαση της οποίας ο Παπούλιας είχε αναγκαστεί το 2011 να αποχωρήσει) είναι γεμάτη πολιτικούς συμβολισμούς: η κυβέρνηση θέλει να “θυμίσει” σε έναν πληθυσμό απείθαρχο και ριζοσπαστικοποιημένο τη δύναμη πυρός που το κράτος διαθέτει, εξάπτοντας ταυτόχρονα τον πατριωτισμό της δεξιάς πολυκατοικίας, μετά τα πλήγματα που δέχτηκε η Χρυσή Αυγή.

Τα αδιέξοδα της ελληνικής κυρίαρχης τάξης την ωθούν να φλερτάρει με σενάρια που για τα δεδομένα του πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης μοιάζουν αδιανόητα. Ήδη ο περίφημος δικομματισμός, η εναλλαγή ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας στην κυβέρνηση, που αποτέλεσε την κορωνίδα της πολιτικής σταθερότητας τα τελευταία 40 χρόνια, έχει καταρρεύσει. Στα χρόνια του Μνημονίου γνωρίσαμε ήδη στιγμές “έκτακτης ανάγκης”, με σημαντικότερη τη συγκυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας με το ακροδεξιό ΛάΟΣ του Καρατζαφέρη και πρωθυπουργό έναν τραπεζίτη, τον Παπαδήμο. Αλλά και η τρικομματική συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια νομιμοποίησης της πολιτικής των Μνημονίων με ροζ – αυτή τη φορά – δεκανίκι, λόγω της δραματικής ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ από το 4% στο 27%. Το σπάσιμο της τρικομματικής δείχνει ότι η ελληνική κυρίαρχη τάξη είναι ακόμα βαθιά στο τούνελ όχι μόνο της οικονομικής κρίσης αλλά και της πολιτικής αποσταθεροποίησης.

Τι γίνεται λοιπόν σ’ αυτές τις περιπτώσεις αδιεξόδων; Οι διάφοροι δημοσιολόγοι έχουν έτοιμη την απάντηση: “στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα”. Σε στιγμές όξυνσης της κρίσης, οι πολίτες καλούνται στις κάλπες να εκλέξουν μια νέα κυβέρνηση. Το κόμμα που θα πάρει τις περισσότερες ψήφους θα αναλάβει την εξουσία. Αυτό είναι το θεσμικό πλαίσιο που καθιέρωσε η Μεταπολίτευση, η περίοδος δηλαδή μετά την πτώση της δικτατορίας, αφου προηγουμένως οι εκλογές ήταν νοθευμένες και ο “Ανώτατος Άρχων” (ο βασιλιάς) μπορούσε να αναθέτει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ακόμα και στον κηπουρό του. Ετούτη η περιγραφή της δημοκρατίας είναι βέβαια καλή για τα εγχειρίδια Αγωγής του Πολίτη, αλλά δεν έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα.

Για να ανέβει ένα κόμμα στην κυβέρνηση με τη μορφή μιας ομαλής “εναλλαγής”, πρέπει να έχει κερδίσει μια ελάχιστη εμπιστοσύνη από πλευράς κυρίαρχης τάξης (της αστικής τάξης αν μιλάμε για τον καπιταλισμό) ότι δεν πρόκειται να θέσει σε κίνδυνο την κυριαρχία της. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία, μακράν του να είναι ένα σύστημα όπου “η πλειοφηφία αποφασίζει”, είναι μία μορφή αστικής κυριαρχίας. Χοντρικά, οι μαρξιστές εντόπιζαν άλλες τρεις τέτοιες μορφές: τη δικτατορία, τον φασισμό και τον βοναπαρτισμό. Η ελληνική αστική τάξη έχει παίξει με όλα αυτά τα σενάρια, όταν δε κανένα δεν λειτούργησε εξαπέλυσε εναντίον των από κάτω έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο. Ας δούμε καθεμία από αυτές τις μορφές αστικής κυριαρχίας χωριστά.

Η κοινοβουλευτική δημοκρατία
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι η πολιτική μορφή που ταιριάζει καλύτερα στα συμφέροντα της αστικής τάξης. Αυτό δεν σημαίνει ότι ιστορικά η αστική τάξη παραχώρησε πρόθυμα το γενικό εκλογικό δικαίωμα στους υπηκόους της (άντρες και ιδίως γυναίκες), τουναντίον χρειάστηκαν τεράστιοι αγώνες για να καταστεί κάτι τέτοιο εφικτό. Ούτε σημαίνει ότι η αστική τάξη δεν ευημερεί με άλλα πολιτικά καθεστώτα, ίσα ίσα πολλές φορές τής είναι απαραίτητα. Σημαίνει όμως ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία προσφέρει στην αστική τάξη κάποια βασικά πλεονεκτήματα που δεν υπάρχουν σε άλλα πολιτικά συστήματα.

Το βασικότερο πλεονέκτημα είναι ο τρόπος με τον οποίο η κοινοβουλευτική δημοκρατία οργανώνει τη σχέση των δύο αντιμαχόμενων τάξεων, της αστικής και της εργατικής τάξης, με το κράτος. Η εμφάνιση του αστικού κράτους βασίζεται στη δημιουργία μιας διακριτής πολιτικής σφαίρας στην οποία τα άνισα συλλογικά υποκείμενα του ταξικού ανταγωνισμού (οι καπιταλιστές και οι εργάτες) εμφανίζονται ως εξατομικευμένοι και ισότιμοι “πολίτες” – έχοντας ο καθένας από μία ψήφο.1 Το αστικό κράτος έτσι εμφανίζεται ως σχετικά αυτόνομο από τις αντιμαχόμενες τάξεις, έστω κι αν η ουσία του έγκειται στη διαιώνιση της κυριαρχίας της αστικής τάξης (ιδιοκτησία της στα μέσα παραγωγής και εξασφάλιση τής δυνατότητάς της να πραγματοποιεί κέρδη).

Η κοινοβουλευτική δημοκρατία προσφέρει ένα διπλό πλεονέκτημα στην αστική τάξη: αφενός, μέσα από τη διαδικασία εκλογής μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια της κυβέρνησης, δηλ. των πολιτικών προϊσταμένων του κράτους, το νομιμοποιεί στην πλειοψηφία του πληθυσμού, μεταμφιέζοντάς το σε “ουδέτερο κράτος, όλων των πολιτών”. Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτή τη νομιμοποίηση είναι η παραχώρηση στοιχειωδών ελευθεριών στις οργανώσεις των από κάτω (ή έστω σε οργανώσεις στις οποίες οι από κάτω μπορούν να δουν το αποτύπωμα των συμφερόντων τους). Για την εργατική τάξη, δύο είναι οι βασικοί τέτοιοι θεσμοί: τα συνδικάτα της και τα πολιτικά της κόμματα, δηλ. η Αριστερά. Η ελεύθερη λειτουργία αυτών των οργανώσεων είναι βασική προϋπόθεση για την απόσπαση της συναίνεσης των εργατών στη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας. Και η απόσπαση αυτής της συναίνεσης είναι κρίσιμη για τη νομιμοποίηση της κυριαρχίας της αστικής τάξης, της περίφημης “ομαλότητας” για την οποία τόσο κόπτονται τα αστικά και τα ρεφορμιστικά κόμματα.

Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο πλεονέκτημα στην κοινοβουλευτική δημοκρατία για την αστική τάξη. Είναι οι δυνατότητες που έχουν τα διαφορετικά κομμάτια της να επηρεάζουν το κράτος για τα δικά τους συμφέροντα: οργανώνοντας κόμματα (δηλ. οικοδομώντας συμμαχίες με άλλες τάξεις υπό την ηγεμονία της αστικής), ελέγχοντας εφημερίδες και ποδηγετώντας την κοινή γνώμη, εξαγοράζοντας πολιτικούς, και ούτω καθεξής. Όλα αυτά δηλαδή που στην καθημερινή συζήτηση εμφανίζονται ως “παρεκκλίσεις” και “δυσλειτουργίες” της δημοκρατίας, είναι στην πραγματικότητα συστατικά της κανονικής και πετυχημένης λειτουργίας της. Η αστική τάξη μπορεί να εμφανίζεται ως ενιαία στην αντιπαράθεσή της με την εργατική τάξη, στο εσωτερικό της όμως σπαράσσεται από την ύπαρξη διαφορετικών και ανταγωνιζόμενων κεφαλαίων. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία ανταποκρίνεται καλύτερα σ’ αυτή την πολλαπλότητα των αστικών συμφερόντων.

Τί γίνεται όμως όταν το δημοκρατικό σύστημα δεν εξασφαλίζει την αστική κυριαρχία ή έστω την θέτει σε κίνδυνο; Η ιστορία είναι αμείλικτη σ’ αυτό το ερώτημα: κάθε φορά που η αστική τάξη ένιωσε να απειλείται η κυριαρχία της, δεν δίστασε να παραβιάσει κατάφωρα τις δημοκρατικές νόρμες που η ίδια είχε θέσει. Δεν χρειάζεται να πάμε στη Χιλή του 1970-1973 και στα 40 χρόνια που κλείνουμε φέτος από το πραξικόπημα Πινοσέτ κατά της κυβέρνησης Αλιέντε. Η ελληνική άρχουσα τάξη επέλεξε τη λύση της αναστολής της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μέσω ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος, αντιμέτωπη με πολύ πιο μετριοπαθείς πολιτικές δυνάμεις.

Η δικτατορία...
Η χούντα του 1967 ήταν η απάντηση στο αδιέξοδο της εκλογής ενός κεντρώου κόμματος, της Ένωσης Κέντρου το 1963, και της σύγκρουσής του με τον βασιλιά που κορυφώθηκε με την αποπομπή του Γεωργίου Παπανδρέου το 1965 από τη θέση του πρωθυπουργού. Το πολιτικό σχέδιο της Ένωσης Κέντρου ήταν κάθε άλλο παρά ριζοσπαστικό: αποτελούσε μια εναλλακτική οργάνωση της αστικής κυριαρχίας, εξίσου αντικομμουνιστική με το status quo. Όμως το σχέδιο αυτό ερχόταν σε σύγκρουση με το πολιτικό και στρατιωτικό σύμπλεγμα που κέρδισε τον Εμφύλιο αλλά αρνούταν να εκσυγχρονιστεί οικειοθελώς στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της δεκαετίας του 1960. Η μαζική κινητοποίηση που ακολούθησε την απόλυση Παπανδρέου, τα περίφημα Ιουλιανά, τρομοκράτησε την κυρίαρχη τάξη, η οποία προτίμησε τη σιγουριά του στρατού από την καταφυγή στις κάλπες.

Η δικτατορία είναι, σε σχέση με την κοινοβουλευτική δημοκρατία, ένα καθεστώς “έκτακτης ανάγκης” και ως τέτοιο παρουσιάζει κινδύνους αλλά και ευκαιρίες για την άρχουσα τάξη. Καταρχάς, η υλοποίηση ενός πραξικοπήματος είναι ανοιχτή σε “ατυχήματα”: ας μην ξεχνάμε ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν ουσιαστικά ο καρπός ενός αποτυχημένου στρατιωτικού πραξικοπήματος από τον Στρατηγό Κορνίλοφ τον Αύγουστο του 1917. Στην Ισπανία το 1936, το πραξικόπημα του Φράνκο σήμανε την έναρξη ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου που θα μπορούσε να στοιχίσει στην άρχουσα τάξη την ίδια της την εξουσία. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι τις περισσότερες φορές τα πραξικοπήματα είναι επιχειρησιακά επιτυχημένα: η στρατιωτική ισχύς ενός κράτους, όταν αυτό αποφασίσει να τη χρησιμοποιήσει, είναι συντριπτική. Ειδικά όταν αυτή συνδυάζεται με μια ηγεσία ενός κινήματος που πιάνεται στον ύπνο, όπως συνέβη με την ηγεσία της Αριστεράς στην Ελλάδα το 1967.

Απαξ και το στρατιωτικό πραξικόπημα πετύχει, η αστική τάξη μπορεί να επιβάλει την κυριαρχία της χωρίς τις συνταγματικές πολυτέλειες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Έτσι, κάθε οργάνωση του κινήματος και της Αριστεράς απαγορεύεται, ο δημοκρατικός χώρος κάθε συλλογικής έκφρασης (συγκέντρωση, διαδήλωση, κλπ) κλείνει, οι ηγέτες των κάθε λογής αντιφρονούντων (ακόμα και των αστικών κομμάτων) συλλαμβάνονται και φυλακίζονται. Η χούντα απάντησε καταλυτικά στην πρόκληση που έθεσαν το 1965 στην κυρίαρχη τάξη το “πεζοδρόμιο” και το εργατικό κίνημα. Η αλματώδης ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού τα χρόνια της δικτατορίας δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την αιματηρή καταστολή της εργατικής τάξης και των οργανώσεών της, συνδικαλιστικών και πολιτικών.

...και η κρίση της
Ωστόσο, μια δικτατορία δεν μπορεί να δώσει μακροπρόθεσμη λύση στο ζήτημα της κυριαρχίας μιας αστικής τάξης. Στο βιβλίο του “Η Κρίση των Δικτατοριών” (που την τελευταία χρονιά ξανασυζητήθηκε αρκετά), ο Νίκος Πουλαντζάς το 1975 είχε προσφέρει πολλές οξυδερκείς παρατηρήσεις γιατί. Έτσι, ενώ όλες οι μερίδες του κεφαλαίου είχαν στηρίξει το πραξικόπημα των συνταγματαρχών το 1967 ως τη μοναδική λύση σταθεροποίησης, πολύ σύντομα η δικτατορία έγινε “στενός κορσές”, όχι μόνο για τους από κάτω αλλά και για κομμάτια του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα το οικοδόμημά της να αρχίσει να τρίζει.

Η χούντα προσπάθησε να απαντήσει προωθώντας μια διαδικασία ελεγχόμενης φιλελευθεροποίησης. Ωστοσο, όπως παρατηρεί ο Πουλαντζάς για τις δικτατορίες, “η ίδια η δομή των καθεστώτων και των μηχανισμών τους δεν επέτρεπε την ελεγχόμενη και απρόσκοπτη λειτουργία της ταξικής εκπροσώπησης”. “Η κατάργηση των διαφόρων πολιτικών οργανώσεων του ίδιου του άρχοντος συγκροτήματος (των πολιτικών κομμάτων), η ακαμψία των μηχανισμών”, σήμαναν “μια καταπληκτική ασυναρτησία... που όχι μόνο απέκλειε κάθε πολιτικό διακανονισμό των αντιθέσεων, αλλά μακροπρόθεσμα έθετε σε κίνδυνο την ίδια την ηγεμονική οργάνωση του αστισμού”. Στις συνθήκες αυτές, “οι λαϊκές μάζες και οι οργανώσεις τους μετέτρεπαν κάθε απόπειρα φιλελευθεροποίησης σε ρωγμή εις βάρος του καθεστώτος”, με άγνωστες συνέπειες για το πόσο βαθιά θα έφταναν αυτές οι “ρωγμές”.2

Η ρεφορμιστική Αριστερά και οι διανοούμενοί της απεικονίζουν συνήθως τους αγωνιστές της επαναστατικής Αριστεράς ως ρομαντικούς αιθεροβάμμονες που αδυνατούν να αναλύσουν τη συγκυρία και περιμένουν την επανάσταση σαν από μηχανής θεό. Κι όμως, διαβάζοντας τα κείμενα της επαναστατικής Αριστεράς της εποχής, καταλαβαίνει κανείς ότι η εικόνα αυτή είναι μια καρικατούρα. Οι επαναστάτες είχαν βαθιά συναίσθηση των αντιφάσεων που περιέγραφε ο Πουλαντζάς. Η ανάλυση της Μαμής, της εφημερίδας της ΟΣΕ (της Οργάνωσης Σοσιαλιστική Επανάσταση), για τα χουντικά αδιέξοδα τον Απρίλη του 1973 αξίζει ιδιαίτερης προσοχής:

“Αδυναμία πρώτη και κύρια: ο ανύπαρκτος ιδεολογικός έλεγχος της χούντας πάνω στην εργατική τάξη... Ο έντονα χωροφυλακίστικος ρόλος που η χούντα δίνει στα συνδικάτα με τους εγκάθετούς της και η απουσία κοινοβουλευτικών διαδικασιών που να αποπροσανατολίζουν πολιτικά το μαζικό κίνημα... κάνουν το χουντικό κρατος ιδιαίτερα μονοκόμματο, ανίκανο να ελιχθεί... Κι αυτό είναι αδυναμία της γιατί πολιτικοποιεί το μαζικό κίνημα, το αφήνει πιο καθαρά να δει ποιός είναι ο εχθρός του... Αδυναμία δεύτερη: η ανικανότητα της χούντας να κινητοποιήσει τα μεσαία αστικά στρώματα σαν πολιτικό στήριγμα για το μονοπωλιακό κεφάλαιο, σαν το σύμμαχο για την πολιτική εξουδετέρωση του εργατικού κινήματος...

Αδυναμία τρίτη: η ανικανότητα της χούντας να εξασφαλίσει σε όλα τα κομμάτια της κυρίαρχης τάξης θεσμοθετημένες επικοινωνίες με το κράτος τους, μορφές συλλογικού αστικού ελέγχου. Από την ίδια τη φύση της και την προέλευσή της η χούντα δεν διαθέτει θεσμούς – γέφυρες με τα διάφορα τμήματα της αστικής τάξης. Αυτό ως ένα σημείο, την εποχή που άρπαξε την εξουσία ήταν και δύναμή της γιατί της έδωσε τη δυνατότητα να δράσει αυτόνομα σε στιγμές κρίσιμες. Όμως μακροπρόθεσμα είναι αδυναμία γιατί οδηγεί στο ανεξέλεγκτο δέσιμο του κράτους με ορισμένα μόνο κομμάτια της κυρίαρχης τάξης κι έτσι οξύνει τις αντιθέσεις μέσα της”.3

Αυτό που διαφοροποιούσε την ανάλυση του Πουλαντζά από αυτή της Μαμής ήταν η προοπτική: αφενός η ισχύς του μαζικού κινήματος, την οποία ο Πουλαντζάς υποτιμούσε, και αφετέρου η στρατηγική της Αριστεράς. Έτσι, ο Πουλαντζάς υποστήριζε τη συνεργασία της Αριστεράς με το κομμάτι εκείνο της αστικής τάξης που ευνοούσε τον εκδημοκρατισμό: “οι βασικές αντιστασιακές οργανώσεις, και ιδιαίτερα τα κομμουνιστικά κόμματα, είχαν δίκιο να δεχτούν, όπως όλα δέχτηκαν, μια συμμαχία με την ενδογενή αστική τάξη... με συγκεκριμένο και περιορισμένο στόχο την ανατροπή και μόνο των δικτατοριών; Η απάντηση είναι αναμφισβήτητα καταφατική”.4 Αντίθετα, η επαναστατική Αριστερά έλεγε “Όχι στα “όχι” των αστών”: “για το μαζικό κίνημα το όχι δεν είναι μια επιλογή ανάμεσα σ’ αυτό ή σ’ εκείνο το θεσμικό πλαίσιο που στήνουν οι αστοί για να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους ούτε ένας διαχωρισμός των αστών σε καλούς και κακούς”.5 Μια τέτοια γραμμή δεν σήμαινε αδιαφορία για τον δημοκρατικό αγώνα. Σήμαινε ότι “οι εργαζόμενες μάζες δεν περιορίζουν την πάλη τους στην πολιτική επίθεση κατά της χούντας αλλά αντίθετα, επειδή αγωνίζονται για το δικό τους ταξικό περιεχόμενο των αστικών ελευθεριών και όχι για τις αστικές ελευθερίες σαν αυτοσκοπό, συνδέουν αυτή την επίθεση με τον καθημερινό αγώνα τους στον τόπο της δουλειάς τους”.6

Η διαφοροποίηση της επαναστατικής Αριστεράς από τη γραμμή των φοιτητικών παρατάξεων των δύο ΚΚΕ (αντι-ΕΦΕΕ και Ρήγας) στην εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν ήταν έτσι μια διαφορά τακτικών εκτιμήσεων, αλλά μια στρατηγική απόκλιση: εκεί που οι ρεφορμιστές αναζητούσαν γέφυρες με τους δημοκράτες αστούς ή ακόμα χειρότερα με τη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, οι επαναστάτες έχτιζαν την αυτοτελή δύναμη του μαζικού κινήματος με απεύθυνση στην εργατική τάξη. Η Χούντα μπορεί να μην έπεσε μετά το Πολυτεχνείο. Αλλά το Πολυτεχνείο και το μαζικό κίνημα της Μεταπολίτευσης καθόρισαν ότι η αστική τάξη έκανε μεγάλες παραχωρήσεις για να σταθεροποιήσει το πολιτικό καθεστώς της και ο στρατός αναγκάστηκε να γυρίσει βαθιά στους στρατώνες (σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις, όπως πχ στην Τουρκία).

Αυτός ο συσχετισμός δύναμης είναι μέχρι και σήμερα ενεργός: η απόπειρα μιας δικτατορίας είναι ένα ελάχιστα ελκυστικό σενάριο για την άρχουσα τάξη σήμερα, γιατί οι συνέπειές της μπορεί να είναι μοιραίες. Ο πρώην στρατηγός ΓΕΣ Φράγκος Φραγκούλης μπορεί να προαλείφεται για νέος ηγέτης μιας σκληρής Δεξιάς, αλλά η καριέρα του θα είναι μάλλον ενός πολιτικού, παρά ενός στρατιωτικού ηγέτη. Είναι αυτό το αδιέξοδο μιας απολυταρχικής πολιτικής λύσης στην Ελλάδα του 2013 που εν μέρει άνδρωσε τον κίνδυνο του φασισμού.

Ο φασισμός
Ο φασισμός είναι και αυτός ένα καθεστώς “έκτακτης ανάγκης”, που μοιράζεται αρκετά από τα χαρακτηριστικά της δικτατορίας: η εγκαθίδρυσή του συνεπάγεται την κατάργηση κάθε δημοκρατικού δικαιώματος και την απόλυτη διάλυση κάθε ανεξάρτητης οργάνωσης της εργατικής τάξης. Ωστόσο, ο φασισμός δεν πρέπει να συγχέεται με την ένταση του κρατικού αυταρχισμού, έστω και αν τις περισσότερες φορές εμφανίζεται παράλληλα μ’ αυτή, σε συνθήκες κοινωνικής αποσταθεροποίησης και όξυνσης της καταστολής.

Το διαφοροποιητικό στοιχείο του φασισμού, όπως έχουμε εξηγήσει πολλές φορές σ’ αυτό το περιοδικό, είναι η εμφάνισή του με τη μορφή ενός αντιδραστικού κινήματος ή έστω με τη στόχευση της οικοδόμησής του. Αν και στον πυρήνα των φασιστικών κομμάτων βρίσκονται πολύ συχνά άνθρωποι διασυνδεδεμένοι με τους κρατικούς μηχανισμούς, το πολιτικό τους σχέδιο δεν είναι να καταλάβουν την εξουσία μέσα από το ρόλο τους εντός αυτών των μηχανισμών (όπως στην περίπτωση πραξικοπημάτων των στρατηγών, των συνταγματαρχών, κλπ). Ο φασισμός χρειάζεται να εμφανιστεί ως κίνημα έξω από – και στις αρχικές του φάσεις αντίθετο με – το κράτος. Μόνο με αυτή την αντισυστημική προβιά και μπόλικη αντικαπιταλιστική ρητορική, μπορεί να συσπειρώσει στις γραμμές του κατεστραμμένα μικροαστικά στρώματα και αποπροσανατολισμένα κομμάτια της εργατικής τάξης.

Στόχος των φασιστών είναι να οικοδομήσουν παραστρατιωτικά σώματα που να έχουν ανεξάρτητες επιχειρησιακές δυνατότητες σε σχέση με το κράτος (την αστυνομία, το στρατό, κλπ) και να ελέγξουν σταδιακά τους δρόμους και τις γειτονιές. Είναι η δύναμη αυτών των ταγμάτων εφόδου που δίνει στις φασιστικές ηγεσίες τη διαπραγματευτική ισχύ να παζαρέψουν με την άρχουσα τάξη την παράδοση της εξουσίας για το τσάκισμα του εργατικού κινήματος. Όταν τελικά παίρνει την εξουσία, ο φασισμός αποκαλύπτει τη γνήσια ταξική του φύση, που είναι η πιο αντιδραστική δικτατορία του μεγάλου κεφαλαίου. Ωστόσο, η οικοδόμηση ενός ιδεολογικού, πολιτικού και οργανωτικού κέντρου (του φασιστικού κόμματος) πριν την κατάληψη της εξουσίας κάνει τη φασιστική δικτατορία πιο συμπαγή και επικίνδυνη, αλλά και την αντίσταση των αντιπάλων της αφόρητα πιο δύσκολη. Αυτό είναι και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του φασισμού που ιστορικά τον κατέστησε ικανό για τα πιο φριχτά εγκλήματα της ανθρωπότητας, με μεγαλύτερο το Ολοκαύτωμα.

Είναι εμετικό το γεγονός ότι η ελληνική κυρίαρχη τάξη έπαιξε τόσο ξετσίπωτα το χαρτί του φασισμού. Οι έλληνες αστοί δεν δίστασαν να μετατρέψουν σε “πολιτειακό παράγοντα” τον Λαγό, έναν πορτιέρη, μαστροπό τραμπούκο, αν και οι μυστικές τους υπηρεσίες είχαν από τα τέλη του 2011 τα στοιχεία που θα μπορούσαν να τον στείλουν φυλακή. Αλλά στα τέλη του 2011 η ελληνική αστική τάξη είχε μάτια για έναν μόνο αντίπαλο: το εργατικό κίνημα που καταλάμβανε τα δημόσια κτίρια, τους διαδηλωτές που σταμάτησαν τη στρατιωτική παρέλαση της Θεσσαλονίκης και βέβαια την Αριστερά. Κι όταν οι Χρυσαυγίτες κατόρθωσαν να περάσουν το κατώφλι της Βουλής, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας συνάντησε τον Φύρερ τους στέλνοντας σε όλον τον κρατικό μηχανισμό το μήνυμα της ανοχής και της συνεργασίας.

Για δεκαπέντε μήνες, από τον Ιούνη του 2012 μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2013, οι φασίστες είχαν την ευκαιρία τους για να χτίσουν το αντιδραστικό κίνημα που θα επέφερε στην Αριστερά το χτύπημα που έδωσε ο Κασιδιάρης σε ζωντανή σύνδεση στην Κανέλλη και τη Δούρου. Όπως εξηγεί ο Πάνος Γκαργκάνας στο άρθρο του σ’ αυτό το περιοδικό, η Χρυσή Αυγή απέτυχε σ’ αυτό της το σχέδιο και κεντρικό ρόλο σ’ αυτή την αποτυχία έπαιξε το μαζικό αντιφασιστικό κίνημα. Με τους φασίστες δεν έχουμε τελειώσει και ο εφησυχασμός είναι ο χειρότερος εχθρός. Αλλά η προφυλάκιση του Μιχαλολιάκου και του Παππά αποτελεί σημείο-καμπή στην απόπειρα των φασιστών να διαδραματίσουν ρόλο στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Καμία ρητορική περί “δύο άκρων” και “καταδίκης της βίας” δεν μπορεί να κρύψει την ήττα που υπέστη ένα από τα πιο ντοπαρισμένα και μαύρα άλογα της άρχουσας τάξης στη μνημονιακή συγκυρία.

Ο βοναπαρτισμός και η αυταρχική στροφή
Τελευταίος στη μαρξιστική τυπολογία των μορφών αστικής κυριαρχίας είναι ο βοναπαρτισμός. Ο Μαρξ, αλλά και άλλοι μαρξιστές (πχ. ο Τρότσκι ή ο Γκράμσι μιλώντας για τον “καισαρισμό”), χρησιμοποιούσαν αυτόν τον όρο για να περιγράψουν καταστάσεις στις οποίες η ένταση της ταξικής πάλης σε μια κοινωνία σημαίνει την εξάντληση των αντιμαχόμενων τάξεων, σε σημείο που ούτε η αστική τάξη να μπορεί να κυβερνήσει όπως παλιά ούτε όμως η εργατική τάξη να μπορεί να καταλάβει την εξουσία. Το αποτέλεσμα είναι ότι το κράτος αυτονομείται και δίνει, μέσω της ανάδυσης μιας ισχυρής πολιτικής προσωπικότητας (ενός Βοναπάρτη), μια λύση στη σύγκρουση που εξασφαλίζει την προσωρινή συνέχιση της αστικής κυριαρχίας, συνοδευόμενη όμως από κάποιες παραχωρήσεις στα λαϊκά στρώματα.

Υπάρχουν αναλυτές που έχουν προτείνει τον όρο του βοναπαρτισμού για να περιγράψουν τη σημερινή συγκυρία.7 Ωστόσο, το προφανέστερο πρόβλημα μ’ αυτή τη σύλληψη είναι η ανυπαρξία Βοναπάρτη (και ο “βοναπαρτισμός χωρίς Βοναπάρτη” δεν μοιάζει πειστικός). Υπάρχουν άλλες παρεμβάσεις που μιλούν για έναν “κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό” (συνήθως από τον χώρο της αναρχοαυτονομίας και από κομμάτια της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς). Οι θεωρητικοποιήσεις αυτές είναι προβληματικές: υπονοούν ότι δεν ζούμε πια σε μια αστική δημοκρατία, αλλά σε κάποιου είδους δικτατορικό καθεστώς. Ωστόσο μια τέτοια περιγραφή της συγκυρίας είναι λαθεμένη. Η μάχη για τις ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα δεν έχει χαθεί ακόμα. Κάθε αλλη εκτίμηση σπέρνει σύγχυση και ηττοπάθεια.

Ο όρος “κράτος έκτακτης ανάγκης” (που δεν είναι δικτατορία ή φασισμός, αλλά ούτε και αστική δημοκρατία) έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τον εντεινόμενο αυταρχισμό που ζούμε στην Ελλάδα του Μνημονίου: ένταση της καταστολής, μείωση του ρόλου του Κοινοβουλίου και πράξεις νομοθετικού περιεχομένου της εκτελεστικής εξουσίας, επιβολή των θελήσεων της Τρόικας, κλπ.8 Ενώ όψεις αυτής της περιγραφής είναι αδιαμφισβήτητες, αυτή η προβληματική μπορεί να έχει λάθος θεωρητικές απολήξεις: αφενός μπορεί να ωραιοποιήσει την αστική δημοκρατία (που υποτίθεται υπάρχει σε μια “καθαρή” φιλελεύθερη μορφή), αφετέρου μπορεί να οδηγήσει σε μια ρεφορμιστική στρατηγική, ενός επιδιωκόμενου “σταδίου” για την επιστροφή σε μια “κανονική” πρότερη κατάσταση.

Στην πραγματικότητα, είμαστε μάρτυρες της κρίσης της αστικής δημοκρατίας, ως πολιτικής μορφής κυριαρχίας της αστικής τάξης. Το βάθος της οικονομικής κρίσης και ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο εκφράστηκε στον ελληνικό καπιταλισμό (κρίση δημόσιου χρέους, αδυναμία κρατικού δανεισμού, καταρράκωση του ΑΕΠ, δανειακές συμβάσεις με ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ κλπ) έχουν σημάνει την αποδόμηση του προηγούμενου πολιτικού συστήματος, χωρίς να υπάρχει έτοιμος αντικαταστάτης. Η ελληνική αστική τάξη, αντιμέτωπη με μια επίμονη αντίσταση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, έκαψε το ένα μετά το άλλο όλα τα πολιτικά/κυβερνητικά χαρτιά της. Δεν έχει τη δυνατότητα προσφυγής στο στρατό χωρίς τεράστιο ρίσκο. Και αποδυνάμωσε σημαντικά το φασιστικό μαντρόσκυλο της Χρυσής Αυγής με την αναγκαστική σύλληψη των ηγετών της.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η ελληνική άρχουσα τάξη θα σταματήσει να δίνει με νύχια και με δόντια τη μάχη για την έξοδο από την κρίση και την πολιτική σταθεροποίηση. Αλλά, όλο και περισσότερο, διαφαίνεται η αναγκαιότητα να κάνει αυτό το οποίο ήθελε λυσσασμένα να αποφυγει: να παραχωρήσει την κυβερνητική εξουσία σε ένα κόμμα που δεν είναι της απόλυτης εμπιστοσύνης της, δηλαδή στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που η αστική τάξη εγκαταλείπει το χαράκωμα της κυβέρνησης σε ένα κόμμα που δεν είναι “δικό της”: η αστική κυριαρχία είναι εξάλλου εξασφαλισμένη από το κράτος της, δηλαδή από τα χαρακώματα και τις οχυρώσεις που στέκουν πολύ βαθύτερα σε σχέση με τα κυβερνητικά γραφεία.

Ωστόσο, το σενάριο αυτό είναι επικίνδυνο. Όχι γιατί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει οποιεσδήποτε εξτρεμιστικές προθέσεις. Αλλά γιατί δεν έχει εξασφαλισμένο τον έλεγχο του κινήματος, με τον τρόπο για παράδειγμα που τον είχε το ΠΑΣΟΚ πίσω στο 1981. Από αυτή την άποψη, τα καθήκοντα της επαναστατικής Αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, 40 χρόνια μετά το Πολυτεχνείο, είναι πιο σημαντικά από ποτέ. Η μητέρα των μαχών βρίσκεται μπροστά μας.


1. βλ. περισσότερα στο άρθρο: “Η δημοκρατία τον καιρό του Μνημονίου”, ΣΑΚ, νο. 91, Μάρτης-Απρίλης 2012.
2. Όλες οι παραπομπές στο: Νίκος Πουλαντζάς, Η κρίση των Δικτατοριών – Πορτογαλία, Ελλάδα, Ισπανία, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2006, σελ. 44-45.
3. “Δεν θα χαρίσουμε τις πολιτικές νίκες του κινήματος στους Καραμανλήδες”, Μαμή, Απρίλης 1973, στο: Οι ρίζες της επαναστατικής Αριστεράς στην Ελλάδα – Επιλογή από τα κείμενα της Οργάνωσης Σοσιαλιστική Επανάσταση 1972-1974, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2011, σελ. 35-39.
4. Νίκος Πουλαντζάς, ο.π., σελ. 53.
5. Οι ρίζες..., ο.π., σελ. 43.
6. Οι ρίζες..., ο.π., σελ. 18.
7. βλ. για παράδειγμα: Στάθης Κουβελάκης, “Η μεγάλη καμπή”, Δρόμος της Αριστεράς, τ.70, 20/06/2011/
8. βλ. για παράδειγμα: Δημήτρης Μπελαντής, “Θέσεις για το σύγχρονο «κράτος έκτακτης ανάγκης»”, RedNoteBook, 03/02/2012.


Περιοδικό Σοσιαλισμός από τα κάτω, Τεύχος #101, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2013

Χειροπέδες στη Χρυσή Αυγή, απολυτήριο στον Σαμαρά

Οι στροφές της ΝΔ δεν μπορούν να συγκαλύψουν τις αδυναμίες της κυβέρνησης, γράφει ο Πάνος Γκαργκάνας


Οι πολιτικές εξελίξεις αυτό το φθινόπωρο σημαδεύτηκαν από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, τις συλλήψεις ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής και τη θεαματική στροφή της Νέας Δημοκρατίας και της κυβέρνησης στο θέμα της αντιμετώπισης των νεοναζί. Μια κυβέρνηση που είχε προσφέρει απλόχερα την κάλυψη για τις δραστηριότητες αυτού του φασιστικού κόμματος και περιοριζόταν δημόσια σε συστάσεις προς τη Χρυσή Αυγή να αποφεύγει την «αντιποίηση αρχής» απέναντι στην Αστυνομία, εμφανίστηκε ξαφνικά ως διώκτης του «ναζιστικού μορφώματος».


Ήταν τόσο απότομη αυτή η στροφή ώστε αναπόφευκτα προκάλεσε αναταραχή σε όλο το πολιτικό σκηνικό και άνοιξε ερωτήματα και συζητήσεις δεξιά και αριστερά. Ήταν προμελετημένη και σχεδιασμένη αυτή η αλλαγή στάσης; Ποιοι ευνοούνται από αυτή την εξέλιξη; Υπάρχει σύνδεση με τις ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις και προς τα πού λειτουργεί; Πώς μπορεί η Αριστερά και το εργατικό κίνημα να αξιοποιήσει την κατάσταση που έχει προκύψει;

Είναι απαραίτητο να σταθούμε σε αυτά τα ερωτήματα και να αναζητήσουμε τις απαντήσεις σε μια περίοδο που ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος και τα κόμματά τους πασχίζουν να διατηρήσουν τη συγκυβέρνησή τους ζωντανή και μάλιστα ικανή να επιβάλει νέα μέτρα καθώς το λεγόμενο “success story” καταρρέει και ένα ακόμη μνημόνιο διαγράφεται στον ορίζοντα.
Ας αρχίσουμε από το πρώτο ερώτημα. Οι ίδιοι οι νεοναζί ισχυρίζονται ότι δεν έχουν καμιά σχέση με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και ότι η όλη υπόθεση είναι «στημένη» από την κυβέρνηση, η οποία έχει ενδώσει σε πιέσεις από το εξωτερικό, την Κομισιόν της ΕΕ και το «αμερικανοεβραϊκό λόμπι».

Πέρα από την αναξιοπιστία των γκεμπελίσκων που δεν διστάζουν να αραδιάζουν τα πιο προκλητικά ψέματα για να σώσουν το τομάρι τους (π.χ. καταθέσεις ότι είναι… κατά της βίας και ουδεμία σχέση έχουν με τον ναζισμό!),1 τα ίδια τα γεγονότα διαψεύδουν κάθε σκέψη για «συμπτωματικό γεγονός» ή «προβοκάτσια σε βάρος της Χρυσής Αυγής». Οι σχέσεις του δολοφόνου και των συνεργών του με τον τοπικό πυρήνα των νεοναζί και την ιεραρχία τους είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Και ο τρόπος δράσης της συμμορίας στη συγκεκριμένη δολοφονία είναι πανομοιότυπος με τις προηγούμενες επιθέσεις τους. Μόνο όσοι εθελοτυφλούν μπορεί να μην βλέπουν τη συστηματική άσκηση δολοφονικής βίας από οργανωμένη συμμορία στην υπηρεσία των φασιστικών επιδιώξεών της.

Και όμως, αυτό ήταν ακριβώς που έκαναν επί μεγάλο χρονικό διάστημα οι κρατικές αρχές και οι πολιτικοί προϊστάμενοί τους. Και δεν μιλάμε «μόνο» για πολιτική ανοχή, όπως εκδηλωνόταν παραδείγματος χάρη όταν ο Παναγιώταρος ζητούσε καταλόγους με ονόματα παιδιών μεταναστών και οι «αρμόδιοι» του αναγνώριζαν αυτό το «δικαίωμα». Μιλάμε για ευθεία συγκάλυψη εγκληματικών ενεργειών, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τη δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν τον Γενάρη του 2013.

Τότε ο νεαρός μετανάστης από το Πακιστάν που εργαζόταν σε λαϊκή αγορά μαχαιρώθηκε από χρυσαυγίτες σε νυχτερινή επιδρομή στα Πετράλωνα και οι φονιάδες εντοπίστηκαν χάρη στους περίοικους που ήταν αυτόπτες μάρτυρες στο έγκλημα. Αλλά οι αρχές δεν έδωσαν καμιά συνέχεια αντίστοιχη με αυτό που έγινε τώρα: καμιά έρευνα για τις συνδέσεις των δραστών με τον πυρήνα της Χρυσής Αυγής, για την εμπλοκή των βουλευτών της στην καθοδήγηση των ταγμάτων εφόδου, ούτε καν αναγνώριση του ρατσιστικού χαρακτήρα της επίθεσης.

Τι άλλαξε, λοιπόν, και ο Σαμαράς και οι υπουργοί του αναγκάστηκαν να παριστάνουν τώρα τους διώκτες της φασιστικής συμμορίας; Πολλά πράγματα άλλαξαν μέσα σε αυτό το διάστημα, αλλά μπορούμε να διακρίνουμε δυο καθοριστικούς παράγοντες που συνδυάστηκαν και επέβαλαν την απότομη στροφή του Δένδια και του Σαμαρά.


Κίνημα
Ο πρώτος είναι η ανάπτυξη του αντιφασιστικού κινήματος και η εκρηκτική μαζική απάντηση μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Την Τετάρτη 18 Σεπτέμβρη το απόγευμα, λίγες μόνο ώρες μετά τις μαχαιριές που σκότωσαν τον Παύλο, το Κερατσίνι πλημμύρισε από τη μεγαλύτερη διαδήλωση που έγινε εκεί εδώ και πολλά χρόνια. Χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους σε μια από εκείνες τις σπάνιες στιγμές όταν η αυθόρμητη οργή ξεσηκώνει τους πάντες και ενώνει όλες τις αποχρώσεις της Αριστεράς και ακόμα πιο πλατιά. Το ίδιο έγινε στις πιο πολλές μεγάλες πόλεις έξω από το Λεκανοπέδιο. Και οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν με ασίγαστη ορμή τις επόμενες μέρες.

Αυτή η αντιφασιστική έκρηξη δεν έπεσε από τον ουρανό. Ήταν καρπός των αντιφασιστικών δράσεων που είχαν αποκτήσει τη δική τους δυναμική το προηγούμενο διάστημα. Μετά την εκλογική επιτυχία της Χρυσής Αυγής τον Μάη και τον Ιούνη του 2012, η αντίσταση στους νεοναζί έμοιαζε να έχει υποχωρήσει. Η φωνή της ΚΕΕΡΦΑ έμοιαζε μοναχική σε ένα τοπίο όπου η κυβέρνηση και τα πιο πολλά ΜΜΕ αναμασούσαν το «επιχείρημα» ότι η Χρυσή Αυγή είναι κοινοβουλευτικό κόμμα που πήρε 400.000 ψήφους. Χρειάστηκε να φτάσουμε στις 19 Γενάρη του 2013 και την επιτυχία της κινητοποίησης «Αθήνα, πόλη αντιφασιστική» για να αρχίσει να παίρνει διαστάσεις κινήματος με μαζικούς όρους η αντιφασιστική διάθεση του κόσμου. Από εκεί και πέρα υπάρχει μια ολόκληρη σειρά από πετυχημένες δράσεις ενάντια στις προσπάθειες των Χρυσαυγιτών να μετατρέψουν τα γραφεία τους σε ορμητήρια ταγμάτων εφόδου: η Νίκαια, το Νέο Ηράκλειο, τα Χανιά, η Καλαμάτα έγιναν σταθμοί σε αυτή την πορεία. Έτσι φτάσαμε μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα να κυριαρχεί η οργή και όχι ο φόβος.

Το ότι το κίνητρο των νεοναζί για τη δολοφονία του Παύλου ήταν η προσπάθεια επιβολής τρόμου στις εργατογειτονιές είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο. Όχι μόνο γιατί αυτή είναι η κλασική ταχτική των φασιστικών συμμοριών από καταβολής τους, αλλά και γιατί οι εξελίξεις τούς επέβαλαν να το επιχειρήσουν. Στο σημείο αυτό χρειάζεται να σταθούμε στη δεύτερη καθοριστική αλλαγή που μεσολάβησε, στην αλύγιστη ορμή της εργατικής αντίστασης στις κυβερνητικές επιθέσεις.

Ο Σαμαράς ξεκίνησε το 2013 παίζοντας το χαρτί των επιστρατεύσεων για να σταματήσει το απεργιακό κίνημα που κοντράρει την εφαρμογή των μνημονίων συνεχώς από το 2010. Αυτή ήταν η κυβερνητική απάντηση σε κάθε απεργία που απειλούσε με την κλιμάκωσή της τα μνημονιακά σχέδια: επιστράτευση στο Μετρό τον Γενάρη, στα πλοία τον Φλεβάρη, στα σχολεία τον Μάη. Μέχρι τον Ιούνη η κυβέρνηση μπορούσε να ελπίζει ότι αυτή η ταχτική της είναι αποτελεσματική και ότι βαθμιαία θα επέβαλε μέσα στους εργατικούς χώρους το φόβο μπροστά στην κατασταλτική αποφασιστικότητά της και την απογοήτευση από την ατολμία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.

Όμως, τον Ιούνη η κυβέρνηση δέχτηκε ένα σκληρό χτύπημα από τους εργαζόμενους της ΕΡΤ που απάντησαν αποφασιστικά στο «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» του Κεδίκογλου. Οι εργαζόμενοι που κράτησαν την ΕΡΤ ανοιχτή κόντρα στην κυβερνητική απόφαση για κλείσιμο, όχι μόνο προκάλεσαν κυβερνητική κρίση με την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ, αλλά έστειλαν ισχυρό μήνυμα αντίστασης σε όλους τους χώρους και προετοίμασαν το έδαφος για ένα καυτό απεργιακό φθινόπωρο.

Από αυτό το ρήγμα ξεπήδησε η δεύτερη προσπάθεια των εκπαιδευτικών να οργανώσουν απεργία διαρκείας τον Σεπτέμβρη, το αντάρτικο των Νοσοκομείων ενάντια στα κλεισίματα, η μάχη στα Πανεπιστήμια ενάντια στις μαζικές απολύσεις των διοικητικών υπαλλήλων. Αυτή η εξέλιξη είχε πολλαπλές επιπτώσεις.

Κατ’ αρχή, αυτό ήταν το υπόβαθρο για την απόπειρα των νεοναζί να κλιμακώσουν τη δράση τους από τις επιθέσεις σε ανυπεράσπιστους μετανάστες σε χτυπήματα στα συνδικάτα και την Αριστερά. Πριν από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα είχαν προηγηθεί οι επιθέσεις της Χρυσής Αυγής στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη στο Πέραμα και σε συνεργείο του ΚΚΕ στην περιοχή. Η φασιστική συμμορία ήθελε να περάσει ένα μήνυμα ότι είναι μια αξιόπιστη δύναμη καταστολής, να δείξει στα αφεντικά ότι μπορούν να υπολογίζουν στη δική της δύναμη κρούσης για εκφοβισμό των εργατών που αντιστέκονται. Οι διασυνδέσεις των νεοναζί με εφοπλιστικά κυκλώματα ήταν κάτι που πολλοί υποψιάζονταν με βάση την αμοιβαία ερωτοτροπία τους και ιστορικά και άμεσα. Τώρα, σιγά-σιγά αποκαλύπτονται πιο χειροπιαστά αυτοί οι δεσμοί με ενδιάμεσο τον φυγόδικο «αυτοδημιούργητο εφοπλιστή» και ιδιοκτήτη οπλοστάσιου Αναστάσιο Πάλλη.

Αλλά οι φιλοδοξίες των μικρών φύρερ δεν περιορίζονταν σε ρόλο τραμπούκων για μικροεξυπηρέτηση συγκεκριμένων καπιταλιστών. Η πολιτική κρίση τούς άνοιγε την όρεξη για μεγαλύτερες βλέψεις, καθώς μέσα στη Νέα Δημοκρατία ακούγονταν δημόσια οι φωνές για κυβερνητική συνεργασία με «μια πιο σοβαρή Χρυσή Αυγή». Αν η κοινοβουλευτική δεξιά ενδιαφερόταν για τα κουκιά της Χρυσής Αυγής στη Βουλή, οι ίδιοι οι νεοναζί έβλεπαν την ευκαιρία για μια πιο συνολική αναβάθμισή τους στα μάτια της άρχουσας τάξης. Αυτή η συγκυρία αποθράσυνε τους δολοφόνους που βγήκαν προκλητικά να καρφώσουν το μαχαίρι στην καρδιά του Παύλου εκεί που χτυπάει η καρδιά της εργατικής τάξης.

Ωστόσο, έπεσαν έξω. Ο συνδυασμός αντιφασιστικών διαδηλώσεων με ένα εξελισσόμενο απεργιακό κύμα έκανε την κυβέρνηση να ανησυχήσει ότι μπορεί να προκληθεί μια έκρηξη μεγαλύτερη από τον Δεκέμβρη του 2008. Ποτέ δεν θα μάθουμε τι θα γινόταν εκείνες τις μέρες αν ο Δένδιας επιχειρούσε ένα κουκούλωμα της δολοφονίας αντίστοιχο με αυτό που έκανε τον Γενάρη μετά τη δολοφονία Λουκμάν. Ο Σαμαράς προτίμησε να μην το ρισκάρει και οι Μιχαλολιάκοι βρέθηκαν με τις χειροπέδες.

Από εκείνη τη στιγμή και πέρα άρχισε να ανθεί μια φιλολογία για οφέλη που θα αντλούσε η Νέα Δημοκρατία από αυτή τη στροφή, για μια στημένη «χρυσαυγιάδα» που αποπροσανατόλισε το απεργιακό κίνημα, για το πόσο σχεδιασμένη και στοχευμένη ήταν όλη αυτή η κίνηση που ισχυροποίησε τη θέση του Σαμαρά.

Μεγάλο μέρος από αυτούς τους συλλογισμούς είναι απλά ανυπόστατο. Καμιά απεργία δεν σταμάτησε γιατί οι απεργοί τρόμαξαν, ή γιατί ο κόσμος «σεβάστηκε» την πρωτοβουλία των αρχών να περάσουν χειροπέδες στους χρυσαυγίτες. Πουθενά μέσα στις απεργιακές συνελεύσεις δεν ανέβηκε το κύρος ή τα ποσοστά της ΔΑΚΕ ή της ΠΑΣΚΕ. Το αντίθετο ισχύει. Όπου αναστάλθηκαν κινητοποιήσεις αυτό ήταν έργο της αριστερής πτέρυγας της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, όπως εξηγεί στις επόμενες σελίδες ο Τάσος Αναστασιάδης.

Ταλαντεύσεις
Ένα δεύτερο στοιχείο που πρέπει να πάρουμε υπόψη μας είναι τις ταλαντεύσεις και τις υπαναχωρήσεις της κυβερνητικής στάσης που διαψεύδουν τον φοβερό «σχεδιασμό» των κινήσεών της. Οι χειροπέδες βγήκαν από τον Κασιδιάρη και τον Παναγιώταρο με έναν τρόπο καθόλου τιμητικό για τη Δικαιοσύνη και για την κυβέρνηση. Η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να τα έχει όλα δικά της – και να ισχυρίζεται ότι η πρωτοβουλία δίωξης των χρυσαυγιτών είναι δικιά της και να χρεώνει αλλού το πέσιμο των νεοναζί στα μαλακά με τη φόρμουλα «αφήνουμε τη Δικαιοσύνη απερίσπαστη στο έργο της».

Στην πραγματικότητα, δεν ακολουθούν όλες οι συνιστώσες της ΝΔ και τα στηρίγματά τους τη στροφή με τον ίδιο ζήλο. Άλλοι αισθάνονται ότι βγαίνουν στον αφρό ως έχοντες «δημοκρατικές και κεντρώες» περγαμηνές και άλλοι ανησυχούν ότι απειλούνται οι ακροδεξιές γέφυρές τους. Όσο περνούν οι μέρες τόσο περισσότερο θα αναδεικνύεται η σύγχυση στο νεοδημοκρατικό στρατόπεδο. Χαρακτηριστικό είναι το σίριαλ με τον Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας Τζιτζικώστα που προσκάλεσε τη Χρυσή Αυγή στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη και προκάλεσε αναταραχή και στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ.

Όσο για τον επαναπατρισμό ψηφοφόρων από τη Χρυσή Αυγή στη ΝΔ, αυτό είναι ένα σενάριο που εύκολα λέγεται αλλά που δεν προκύπτει καθόλου αυτόματα. Στην πράξη, η κυβέρνηση που ήταν ήδη τραυματισμένη μετά την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ τώρα βρίσκεται πιο εξασθενημένη παρά τους ελιγμούς της, όπως πάντα συμβαίνει μετά από μια απότομη αναγκαστική στροφή.

Για να δούμε καλύτερα γιατί ισχύει αυτό χρειάζεται να σταθούμε στην ευρύτερη εικόνα των εξελίξεων. Η αναγκαστική στροφή Σαμαρά δεν περιορίζεται στο θέμα της Χρυσής Αυγής, αλλά απλώνεται και σε δύο άλλα ζητήματα:
Από την εκστρατεία για το «τέλος της Μεταπολίτευσης», στην αναζήτηση συμβιβασμών με τον ΣΥΡΙΖΑ. Και από το «Success story», στην αδυναμία λήψης νέων μέτρων.

Ας σταθούμε αρχικά στην πορεία της οικονομικής συγκυρίας. Μια ματιά στο διάγραμμα του Χρηματιστήριου της Αθήνας από την αρχή της χρονιάς δίνει μια εικόνα σαν πριόνι: μήνες εκρηκτικής ανόδου ακολουθούνται από απότομη καταβαράθρωση και το σκηνικό επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Μια εικόνα αβεβαιότητας και αστάθειας, προϊόν κερδοσκοπικών εισροών και εκροών που εναλλάσσονται.

Αυτή η σχιζοφρένεια των κερδοσκόπων είναι βέβαια οξυμένη στην ελληνική περίπτωση, αλλά δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Η υπερβολική έκφρασή του στο εδώ Χρηματιστήριο συνδέεται με τις στενές σχέσεις που εγκαινίασε ο Σαμαράς με τα μεγαλύτερα hedge funds ήδη από το καλοκαίρι του 2012 όταν μαζί σχεδίασαν την «επαναγορά» των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου που τους απέφερε κέρδη δισεκατομμυρίων σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Η συνέχεια είναι η εμπλοκή τους στην «ανακεφαλαιοποίηση» των ελληνικών τραπεζών που ελπίζουν να τους αποδώσει ακόμη μεγαλύτερα γρήγορα κέρδη.

Το υπόβαθρο, όμως, των ταλαντεύσεων είναι διεθνές. Μήνες τώρα η Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) βρίσκεται σε δίλημμα αν πρέπει ή όχι να μειώσει την «ποσοτική χαλάρωση» με την οποία τροφοδοτεί τις τράπεζες με φθηνό χρήμα. Όταν ανακοίνωσε για πρώτη φορά την πρόθεσή της να αρχίσει να μειώνει τη ροή από τα επίπεδα των 85 δις δολαρίων το μήνα τον Μάη, οι κερδοσκόποι αντέδρασαν με άνοδο των επιτοκίων και εκροές κεφαλαίων από τις «αναδυόμενες» αγορές. Τον Σεπτέμβρη ο Μπερνάνκι δίστασε να προχωρήσει στην πρώτη μείωση που είχε περίπου προαναγγείλει. Από τότε παραμένει αβέβαιο αν και πότε μπορεί να αρχίσει να κόβεται το φθηνό χρήμα.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες, όχι μόνο ο Μπερνάνκι αλλά και ο Ντράγκι της ΕΚΤ, δέχονται αντιφατικές πιέσεις. Η πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ για τη φθινοπωρινή σύνοδο των τραπεζιτών που έγινε στην Ουάσινγκτον υπολογίζει ότι κάθε άνοδος των επιτοκίων κατά μια μονάδα μειώνει την αξία των ομολόγων που κατέχουν οι τράπεζες παγκόσμια κατά 2,3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Μπορεί το διεθνές τραπεζικό σύστημα να αντέξει το άνοιγμα μιας τρύπας τέτοιων διαστάσεων ξαφνικά;

Ταυτόχρονα, μια σειρά από δείκτες προαναγγέλλουν ότι οι αμερικάνικες χρηματαγορές πλησιάζουν ξανά στα επίπεδα της φούσκας που έσκασε το 2007-2008. Σύμφωνα με τις κομψές διατυπώσεις των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς (23 Οκτώβρη) που στηρίζονται σε στοιχεία του οίκου Moody’s, «οι ριψοκίνδυνες δανειακές πρακτικές που σημάδεψαν τα χρόνια πριν από την χρηματιστική κρίση επανεμφανίζονται στις ΗΠΑ καθώς εταιρίες επωφελούνται από τη δίψα των επενδυτών για μεγαλύτερες αποδόσεις».

Μπρος φούσκα και πίσω κραχ με άλλα λόγια. Καθόλου περίεργο που η αβεβαιότητα τρελαίνει τους «επενδυτές» και διχάζει το πολιτικό σύστημα του μεγαλύτερου καπιταλισμού παγκόσμια. Ωστόσο, η ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας που διαρκώς προαναγγέλλεται και διαρκώς αποδεικνύεται αναιμική αναγκάζει για την ώρα τόσο τη Fed όσο και την ΕΚΤ να επιμείνουν στην πολιτική του φθηνού χρήματος για τις τράπεζες και στο απαραίτητο για τις κυβερνήσεις συμπλήρωμά της- τη λιτότητα και τις περικοπές των δημόσιων δαπανών ώστε να παράγονται τα «πρωτογενή πλεονάσματα» που απαιτούνται για τη βιωσιμότητα των χρεών.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η αβεβαιότητα για τη μελλοντική διαχείριση του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι αυξημένη. Σε αντίθεση με διάφορους γελοίους ισχυρισμούς του τύπου ότι «οι μνημονιακές υποχρεώσεις της Ελλάδας προς τους δανειστές εκπληρώθηκαν και τώρα απομένει να φροντίσουν εκείνοι για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους», η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η επίτευξη επαρκών πρωτογενών πλεονασμάτων είναι αβέβαιη για πολύ ισχυρότερους καπιταλισμούς, πόσο μάλλον για την Ελλάδα. Όλες οι κυβερνήσεις έχουν μπροστά τους την προοπτική σκληρότερων μέτρων. Η συζήτηση γύρω από το αν τα νέα μέτρα για το 2014 θα είναι «μόνο» ύψους 0,5 δις ευρώ όπως λέει ο Στουρνάρας ή ύψους 2,5 δις όπως λέει η Τρόικα είναι μόνο ένα μικρό προανάκρουσμα. Κανένας τους, ούτε η Λαγκάρντ, ούτε η Μέρκελ, ούτε βέβαια ο Σαμαράς δεν μπορούν να προβλέψουν με ακρίβεια την πραγματική έκταση των μέτρων που θα απαιτηθούν, έστω κι αν όλοι θέλουν να ελαχιστοποιήσουν το πρόβλημα για λόγους πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας.2

Πολιτική βιωσιμότητα
Μέσα σε αυτό το τοπίο κρίνεται πλέον και η πολιτική βιωσιμότητα της κυβέρνησης Σαμαρά. Ακόμη και τα φερέφωνά της εκτιμούν ότι δεν είναι σε θέση να επιβάλει μια κλιμάκωση των μέτρων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εμφανίζεται μια αλλαγή στη στάση της απέναντι στην αξιωματική αντιπολίτευση.

Από το Φλεβάρη του 2012, όταν ο Σαμαράς στήριξε μεν το πακέτο της κυβέρνησης Παπαδήμου για το λεγόμενο «κούρεμα» του χρέους με το PSI, αλλά ταυτόχρονα εγκαινίασε την τότε προεκλογική περίοδο, σταθερό μοτίβο της ΝΔ ήταν η κλιμάκωση της επίθεσης στην Αριστερά ως υπεύθυνης για τις πρακτικές που οδήγησαν την Ελλάδα στη χρεοκοπία. Αυτό συνεχίστηκε και μετά τις εκλογές του Μάη-Ιούνη 2012. Χαρακτηριστική ήταν η ομιλία του Σαμαρά στην ΟΝΝΕΔ αλλά και οι παρεμβάσεις του Βορίδη στη Βουλή ως κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της ΝΔ. Ούτε λίγο ούτε πολύ, η Αριστερά έφταιγε γιατί από τη Μεταπολίτευση του 1974 και μετά υπήρξε “υπερβολικός συνδικαλισμός, υπερβολική ανοχή στην «ανομία», υπερβολική διόγκωση του δημόσιου τομέα”. Αναπόσπαστο τμήμα αυτής της ιδεολογικοπολιτικής επίθεσης ήταν και η λεγόμενη «θεωρία των δυο άκρων» που έφτανε να τοποθετεί τον ΣΥΡΙΖΑ στην κατηγορία των «ακραίων».

Όσο η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ (τότε) εμφανιζόταν ικανή να επιβάλει το πακέτο μέτρων για την είσπραξη των δόσεων του Μνημονίου και για την αποτροπή της «Grexit», η κατάταξη του ΣΥΡΙΖΑ στην άκρα αριστερά έβρισκε την ανοχή στα επιτελεία της άρχουσας τάξης μέσα κι έξω από την Ελλάδα. Μετά το χαστούκι από την ΕΡΤ, όμως, και την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Πρωτοπόρος ήταν ο Πρόεδρος του ΣΕΒ Δασκαλόπουλος. Σε συνέντευξή του στις 26 Σεπτέμβρη στον Στέλιο Κούλογλου στο tvxs απαντούσε στις ερωτήσεις ως εξής:
«Σημασία δεν έχει τι πιστεύω εγώ. Σημασία έχει τι πιστεύει ο ελληνικός λαός. Η δημοκρατία μας δεν είναι αλά καρτ, ούτε η λαϊκή ετυμηγορία τελεί υπό περιορισμό. Από κει και πέρα, όποιον κι αν επιλέξει ο λαός, ισχύει το «αρχή άνδρα δείκνυσι». …
Τη βρίσκω κατ’αρχήν κάπως παράδοξη. Πώς μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να χαρακτηρίζεται άκρο, απ’ τη στιγμή που η λαϊκή ετυμηγορία τού έχει δώσει κεντρικό ρόλο στην πολιτική σκηνή; Πώς μπορεί να είναι εκτός συνταγματικού τόξου ένα κόμμα που ασκεί τον συνταγματικά καίριο ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Επιπλέον όμως, τη βρίσκω και επικίνδυνη. Έχει μια εμφυλιοπολεμική χροιά, υποδηλώνει μια αντίληψη μονοκομματικής δημοκρατίας που είναι ευθέως αντιδημοκρατική.
Το λεγόμενο συνταγματικό τόξο περιλαμβάνει κάθε ελεύθερη έκφανση της λαϊκής βούλησης, μέσα στο αυτονόητο πλαίσιο της πολιτειακής νομιμότητας, του σεβασμού του ισχύοντος θεσμικού και νομοθετικού πλαισίου. Νοοτροπίες που αρνούνται στον κομματικό αντίπαλο δικαιώματα που του έχει δώσει ο λαός, είναι νοσηρές και βλάπτουν σοβαρά την πολιτική ομαλότητα».3

Λίγο αργότερα, σε συνέντευξή του στα ΝΕΑ του Σαββατοκύριακου 12-13 Οκτώβρη, ο Δένδιας επιβεβαίωνε την κυβερνητική στροφή δηλώνοντας ότι βεβαίως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είναι «άκρο» και ζητώντας από τον ΣΥΡΙΖΑ «να απομονώσει τα ακραία στοιχεία» και «να καταδικάσει ακραίες και απαράδεκτες αντιλήψεις». Αν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία για το αν και κατά πόσο η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου αισθάνεται ισχυρότερη μετά τις χειροπέδες στους Μιχαλολιάκους, τα ανοίγματα προς τον ΣΥΡΙΖΑ ήρθαν να τη διαλύσουν.

Συνδιαμόρφωση
Άλλωστε η στροφή δεν έμεινε σε επίπεδο αβροφροσύνης μέσα από συνεντεύξεις, αλλά προχώρησε στην πράξη με τη συνδιαμόρφωση και από κοινού ψήφιση από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση της τροπολογίας για την χρηματοδότηση των κομμάτων. Θα δούμε πιο κάτω την κριτική για τους χειρισμούς του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όσο αφορά την κατάσταση στο κυβερνητικό στρατόπεδο, πρόκειται για ανοιχτή ομολογία ότι έχουν ανάγκη τη συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτή η ομολογία επιτείνει την εσωκυβερνητική αναταραχή, όχι μόνο από τις αντιδράσεις των ακροδεξιών βουλευτών της ΝΔ, αλλά και από την πλευρά του Βενιζέλου που αισθάνεται απειλούμενος από αυτή την εξέλιξη, όπως έδειξε η διαμάχη του με τον Αβραμόπουλο για την «φιλική προς τον ΣΥΡΙΖΑ» συμπεριφορά του τελευταίου και ο φόβος του για μια νέα εξεταστική επιτροπή για τα υποβρύχια του Σκαραμαγκά.

Πώς αντιδρούν οι ηγεσίες της Αριστεράς μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις;
Στο ΚΚΕ, η νέα ηγεσία συνδυάζει την όξυνση των επιθέσεων κατά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τη σκλήρυνση της θέσης της απέναντι σε κάθε απόπειρα κλιμάκωσης των αγώνων. Στους εκπαιδευτικούς δυο φορές (και τον Μάη και τον Σεπτέμβρη) πολέμησε σκληρά την προσπάθεια για απεργία διαρκείας. Στα νοσοκομεία επιτέθηκε στις προσπάθειες για καταλήψεις ενάντια στα κλεισίματα. Στην ΕΡΤ επέτρεψε σε γνωστά στελέχη του να μεταγραφούν στη ΔΤ του Καψή. Στο Σύνταγμα στις 25 Σεπτέμβρη, μέρα αντιφασιστικής απεργίας και πορείας, όταν χιλιάδες από τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ βάδισαν μαζί με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την ΚΕΕΡΦΑ στα γραφεία της Χρυσής Αυγής αψηφώντας την κινδυνολογία της ηγεσίας του, το ΚΚΕ δεν ήταν εκεί προτιμώντας μια μεσημεριανή συναυλία. Κατά τα άλλα αυτοπροβάλλεται ως αντίβαρο στον «οπορτουνισμό του ΣΥΡΙΖΑ».

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει τη δεξιόστροφη πορεία της επιδεικνύοντας «υπευθυνότητα» και ανταποκρινόμενη στα ανοίγματα από τα πάνω. Στη συνδιαμόρφωση της τροπολογίας για τη χρηματοδότηση των κομμάτων αποδέχθηκε την αναφορά στον τρομονόμο προκαλώντας αντιδράσεις όχι μόνο στον Λαφαζάνη (που πειθάρχησε) και στον Γλέζο (που απείχε), αλλά και στη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι έχει θωρακιστεί από επιθέσεις από τα δεξιά του χάρη στην υποψηφιότητα Τσίπρα για τη θέση του Προέδρου της Κομισιόν της ΕΕ (τη θέση που κατέχει σήμερα ο Μπαρόζο). Όπως έγραφε η Αυγή της Κυριακής 20 Οκτώβρη: “Πέραν του ότι για πρώτη φορά ένας Έλληνας πολίτης προτείνεται για ένα τόσο σημαντικό αξίωμα, τα πολιτικά οφέλη για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι προφανή. Ποιος θα κατηγορήσει στο εξής για αντιευρωπαϊσμό και επιστροφή στο εθνικό νόμισμα το κόμμα, του οποίου ο πρόεδρος διεκδικεί το αξίωμα του προέδρου της Κομισιόν; Ποιος θα κατηγορήσει ξανά τον ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι άκρο; Ουδείς...”.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, ξέφυγε από το «άκρο» χάρη σε μια υποψηφιότητα που τον δένει πιο σφιχτά με την ΕΕ, και οι απεργίες και τα αντιφασιστικά συλλαλητήρια μπορούν να πάρουν τη θέση που τους αρμόζει στα πλαίσια της ρεφορμιστικής συλλογιστικής: το ρόλο του κομπάρσου. Οι εκπαιδευτικοί έχουν ήδη γευτεί τις συνέπειες αυτής της λογικής, όπως και οι αντιφασίστες που χρειάστηκε στις 25 Σεπτέμβρη να αγνοήσουν τις καταγγελίες για «προβοκατόρικα» καλέσματα.

Η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ κλυδωνίζεται, αλλά οι ηγεσίες της κοινοβουλευτικής αριστεράς πριονίζουν τη δύναμη που προκαλεί τους κλυδωνισμούς. Το ΚΚΕ θεωρεί την πτώση της κυβέρνησης αδιάφορη, αφού «και ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει την ίδια αστική πολιτική». Και ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί σίγουρο ότι έρχεται η σειρά του και στρέφει την προσοχή του στην εξασφάλιση της ομαλής αποδοχής για μια δικιά του κυβέρνηση.

Στην επαναστατική αριστερά πέφτει το βάρος να στηρίξει τους σημερινούς αγώνες σαν τη μόνη εγγύηση και για την ανατροπή της κυβέρνησης Σαμαρά και για τη δικαίωσή τους στη συνέχεια. Αυτός ο χώρος, σαράντα χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου όπου πρωτοστάτησε, εξακολουθεί να είναι η προωθητική δύναμη σε κάθε κρίσιμη καμπή του κινήματος. Ποτέ δεν έπαψε να παίζει αυτό το ρόλο, ούτε όταν η ορίτζιναλ καραμανλική τρομοκρατία άφηνε νεκρούς τον Κουμή και την Κανελλοπούλου, ούτε όταν ο Καραμανλής ο μικρός (με κάθε έννοια της λέξης) αντιμετώπιζε την οργή της νεολαίας μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Από την ρήξη με τη συγκυβέρνηση του 1989 μέχρι τις μάχες με τις σημερινές συγκυβερνήσεις, πάντα ανοίξαμε δρόμους σε πείσμα των συμβιβαστικών ηγεσιών. Γι’ αυτό σήμερα η επαναστατική αριστερά είναι μια πολιτική δύναμη που οι αγωνιστές μπορούν να εμπιστεύονται, μια δύναμη πιο υπολογίσιμη εδώ και δεκαετίες.
Αυτή η σαραντάχρονη διαδρομή είναι μια παρακαταθήκη για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και μια υποχρέωση να ανταποκριθεί στις σημερινές ανάγκες και προσδοκίες για να οργανώσει την κινηματική ανατροπή των μνημονιακών κυβερνήσεων και την προοπτική που ανοίγεται για τη συνέχεια. Ο τρόπος που οργανώνουμε τις μάχες σήμερα κάνει διαφορά όχι «μόνο» στον αν και πότε θα πέσει επιτέλους ο Σαμαράς, αλλά και στους συσχετισμούς που διαμορφώνονται για τη συνέχεια. Για να είναι ο ορίζοντάς μας οι αντικαπιταλιστικές ανατροπές και όχι οι “συνδιαμορφώσεις” με την υπάρχουσα κατάσταση.


1. http://www.efsyn.gr/?p=140131
2. http://tinyurl.com/o5fxqak
3. http://tvxs.gr/news/ellada/d-daskalopoylos-i-theoria-ton-dyo-akron-einai-epikindyni-kai-antidimokratiki

Περιοδικό Σοσιαλισμός από τα κάτω, Τεύχος #101 Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2013